Θέληση και Δύναμη: Όταν το «Θέλω» γίνεται «Μπορώ».
Η δύναμη της προσωπικής απόφασης, μέσα από εμπειρίες, αποτυχίες, επανεκκινήσεις και μικρά θαύματα καθημερινής επιμονής.
Τι σημαίνει “Θέλω”;
Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στο «θέλω» και στο «θα ήθελα». Το πρώτο
είναι μια εσωτερική απόφαση, μια σπίθα που μπορεί να πυροδοτήσει την αλλαγή. Το
δεύτερο είναι απλώς μια ευχή, μια σκέψη που περνά από το μυαλό και χάνεται όπως
έρχεται. Η πραγματική θέληση δεν είναι ένα στιγμιαίο συναίσθημα· είναι μια
εσωτερική στάση, ένας τρόπος να ζει κανείς.
Στη σημερινή κοινωνία, η λέξη «δύναμη»
χρησιμοποιείται συχνά με λάθος τρόπο. Πολλοί τη συνδέουν με την εξουσία, με την
επιβολή ή με την φυσική υπεροχή. Όμως, η αληθινή δύναμη δεν έχει σχέση με την
επιβολή στους άλλους, αλλά με την ικανότητά μας να ελέγχουμε τον εαυτό μας. Να
επιλέγουμε τον δύσκολο δρόμο όταν ο εύκολος δεν οδηγεί πουθενά. Να μένουμε
πιστοί στις αξίες μας όταν όλα γύρω μας καταρρέουν.
Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε τι σημαίνει πραγματικά η φράση «Θέληση είναι Δύναμη». Θα μιλήσουμε για την καθημερινή επιμονή, για την ικανότητα να προχωράμε παρά τους φόβους και τα εμπόδια. Θα ανακαλύψουμε πώς μικρές, σταθερές πράξεις μπορούν να αλλάξουν ολόκληρη τη ζωή μας. Και πάνω απ’ όλα, θα δώσουμε χώρο στη φωνή εκείνη μέσα μας που δεν λέει «δεν μπορώ», αλλά ψιθυρίζει ήρεμα: «θα προσπαθήσω».
Η δύναμη της θέλησης αποτυπωμένη σε κάθε βήμα.
Ένας άνθρωπος με το ζωντανό του όνειρο στην πλάτη, ανεβαίνει σταθερά, παρά την κούραση και τις δυσκολίες.
Κάθε σκαλοπάτι και μια μικρή νίκη προς τον στόχο.
1. Πίσω από τα λόγια:
Τι σημαίνει πραγματικά «Θέληση είναι Δύναμη»
Όλοι
γνωρίζουμε τη φράση. Τη διαβάζουμε, τη λέμε στους άλλους, τη γράφουμε κάτω από
εμπνευσμένες φωτογραφίες. Όμως, ποιος την έχει βιώσει στα αλήθεια;
Η θέληση δεν είναι κραυγή· είναι σιωπηλό πείσμα. Δεν είναι ενθουσιασμός μιας στιγμής, αλλά καθημερινή συνέπεια σε αυτό που έχουμε βάλει στόχο.. Δεν είναι ενθουσιασμός μιας στιγμής, αλλά
καθημερινή συνέπεια σε αυτό που έχουμε βάλει στόχο. Δεν έχει ανάγκη από
χειροκροτήματα· κινείται στα παρασκήνια, μέχρι να δούμε το αποτέλεσμα.
Θα σας
διηγηθώ μια ιστορία που δεν βγήκε από βιβλίο αυτοβοήθειας, αλλά από τη δική μου
ζωή. Ήμουν τότε δεκαοχτώ ετών και βίωνα μια από τις πιο επώδυνες απογοητεύσεις
της εφηβείας μου: προδοσία, διπλή. Από το αγόρι μου, αλλά και από την καλύτερή
μου φίλη. Αντί να καταρρεύσω — ή ίσως επειδή ένιωθα να καταρρέω — πήρα
μια απόφαση: να βγω από το σπίτι και να δουλέψω το καλοκαίρι.
Διάλεξα να
εργαστώ ως πωλήτρια σε ένα μεγάλο κατάστημα. Αντί για ένα ήσυχο γραφείο,
προτίμησα τον πολύβουο κόσμο των πελατών και των ήχων, για να ξεχάσω και να
θεραπευτώ μέσα από την κίνηση και την επαφή. Ήμουν κλειστός χαρακτήρας,
ντροπαλή, με ένα δύσκολο οικογενειακό παρελθόν. Και όμως, αυτή η δουλειά με
ανάγκασε να αντικρίσω ανθρώπους, να χαμογελάω, να επικοινωνώ.
Κάθε μέρα
περνούσα από το γραφείο του διευθυντή, που καθόταν με άνεση στην καρέκλα του.
Κι ένα μικρό, επίμονο σποράκι φύτρωνε μέσα μου: «Κάποτε, θα κάτσω εγώ σ’ αυτή
την καρέκλα». Δεν ήξερα πώς. Ούτε πότε. Αλλά το ήθελα.
Άρχισα να παίρνω πρωτοβουλίες: πρότεινα αλλαγές στην παρουσίαση των προϊόντων, δοκίμαζα νέα ρούχα για να τα δείχνω στους πελάτες, αντικαθιστούσα την ταμία ή πήγαινα στο τηλεφωνικό κέντρο και έκανα δημιουργικά ανακοινώσεις που τραβούσαν την προσοχή.Ένα από τα πιο πετυχημένα μου “τρικ” ήταν να ξεκινώ μια ανακοίνωση στο μικρόφωνο με τη φράση:
«Χέι… εσύ… ναι, εσύ… σε σένα μιλάω».
Όλος ο κόσμος σταματούσε και κοίταζε γύρω του, για να δει ποιον εννοούσα!
Μερικοί, για λίγα δευτερόλεπτα, έδειχναν τρομαγμένοι ή αμήχανοι — λες και φοβήθηκαν μήπως κατηγορηθούν για κάποιο κλέψιμο!
Και σίγουρα κάποιος θα με έβρισε από μέσα του για το σοκ που του προκάλεσα…
Και τότε συνέχιζα, με χαμόγελο που ακουγόταν καθαρά στη φωνή μου:
«Το ξέρεις ότι την Κυριακή, όλοι εμείς από το τμήμα “Θάλασσα” θα περάσουμε τη μέρα στην παραλία του Jesolo; Τι λες, θα έρθεις κι εσύ; Πέρνα από το τμήμα και γράψου στην παρέα μας!»
Ο κόσμος γελούσε, πλησίαζε και φυσικά... οι πωλήσεις στο τμήμα “Θάλασσα” εκτοξεύτηκαν. Ένιωθα ότι κάτι μέσα μου άλλαζε – από ντροπαλή υπάλληλος, άρχιζα να γίνομαι γυναίκα με ιδέες και τόλμη.
Το
αποτέλεσμα; Ο διευθυντής με εμπιστεύτηκε πλήρως. Όταν έφυγε από τη θέση του για
να αναλάβει άλλη δουλειά, ποια νομίζετε πως πρότεινε για αντικαταστάτρια του;
Ναι. Εμένα.
Τελικά, καθόμουν εγώ σ’ εκείνη τη διάσημη πολυθρόνα, στη θέση του διευθυντή.
Ένα πείσμα που έκανε φωλιά στο μυαλό μου, έγινε πραγματικότητα!
Δεν είχα ακόμα πτυχίο, δεν είχα εμπειρία, ήμουν ακόμα νέα. Αλλά είχα κάτι πιο δυνατό από όλα
αυτά: θέληση. Και η θέληση, όταν την υπηρετείς καθημερινά, γίνεται δύναμη. Και
όταν η δύναμη ωριμάσει, ανοίγει πόρτες που ούτε φανταζόσουν.
Κάποιες εμπειρίες μάς σημαδεύουν για πάντα, αλλά το πώς τις αξιοποιούμε
είναι δική μας επιλογή. Εκείνη η απόφαση, εκείνο το καλοκαίρι, ήταν για μένα το
πρώτο βήμα στο να καταλάβω τι σημαίνει πραγματικά θέληση.
Όπως γράφει ο Norman Vincent Peale στο βιβλίο του Η δύναμη της θετικής σκέψης σήμερα:
«Δείτε με καινούρια μάτια τη λέξη
‘αδύνατον’.»
Αν την παρατηρήσετε καλά, θα δείτε κάτι που ίσως δεν είχατε προσέξει ποτέ:
"Α-δύνατον" = Α ❌ + ΔΥΝΑΤΟΝ ✅
Αν διαγράψουμε το "Α", μένει μόνο το ΔΥΝΑΤΟΝ.
Αυτό που φαινόταν ακατόρθωτο… τώρα μοιάζει απλώς εφικτό.
2. Προσωπικές
εμπειρίες: Όταν το “δεν μπορώ” έγινε “το έκανα”
Μόλις ανέφερα ένα παράδειγμα για το πώς το
“Θέλω” γίνεται “Μπορώ”, αλλά στην πραγματικότητα θα μπορούσα να απαριθμήσω
πολλά ακόμα.
Μερικές φορές η αλλαγή δεν έρχεται με
φανφάρες, αλλά με μια ήσυχη, προσωπική απόφαση. Όχι κραυγή, αλλά στροφή.
Κοιτάζοντας πίσω, μπορώ να δω πολλές στιγμές όπου το “δεν μπορώ” μεταμορφώθηκε
σιωπηλά σε “το έκανα”.
Όταν βρήκα τη δύναμη να ξεκινήσω κάτι
εντελώς καινούριο σε ξένη χώρα, ήταν όταν άρχισα να διδάσκω ιταλικά σε
Έλληνες.
Την πρώτη περίοδο δεν ήξερα σχεδόν καθόλου
ελληνικά. Για να εξηγήσω σωστά τη γραμματική της ιταλικής γλώσσας, έπρεπε να
μάθω τη δική τους, ώστε να κάνω συγκρίσεις.
Έτσι, ξεκίνησα να διαβάζω πολλά βιβλία στα ελληνικά, να γράφω και να μελετώ,
πάντα με το «ταλέντο» μου ως αυτοδίδακτη.
Η διδασκαλία των ιταλικών στους Έλληνες
έγινε η δουλειά μου για χρόνια.
Και όπως πάντα, με ατσάλινη θέληση και επιμονή, είχα έναν και μόνο στόχο:
«Θα καταφέρω να διδάξω τη γλώσσα
μου με επαγγελματισμό!»
Αυτό το στόχο τον πέτυχα και τον κράτησα
ζωντανό για πολλά χρόνια.
Έμαθα να , να αντιμετωπίζω τη μοναξιά, να μη φοβάμαι τις προκλήσεις — όχι γιατί δεν
είχα άλλες επιλογές, αλλά γιατί ήθελα να μπορώ να βασίζομαι στον εαυτό μου.
Για μένα, η οικονομική
ανεξαρτησία δεν ήταν απλώς ένας στόχος. Ήταν
πάντα το Ευαγγέλιό μου.
Ήξερα — και το έμαθα με τον δύσκολο τρόπο
— πόσο σημαντικό είναι για μια γυναίκα να έχει δικά της χρήματα, να παίρνει τις
δικές της αποφάσεις, να μην εξαρτάται από κανέναν.
Όταν έχεις τη δική σου οικονομική
δύναμη, δεν φοβάσαι
κανέναν, σε σέβονται περισσότερο, και εσύ η ίδια
αποκτάς άλλη εσωτερική στάση.
Μπορείς να λες “όχι” χωρίς φόβο, να χαράζεις τη δική σου πορεία, να ξοδεύεις
όπως εσύ νομίζεις.
Δεν αφήνεις άλλους να αποφασίζουν για σένα
— ούτε να στο απαγορεύουν.
Αυτή η στάση ζωής έχει άμεση σχέση με το
τι σημαίνει πραγματικά θέληση και δύναμη.
Όταν, αντί να αφήσω τον φόβο να με κλειδώσει, άνοιξα την πόρτα και πέρασα.
Το 1981, όταν μετακόμισα από την Ιταλία
στην Ελλάδα, βρέθηκα ξαφνικά σ’ έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Μια νέα χώρα,
άλλη γλώσσα, άλλες συνήθειες, άλλες νοοτροπίες. Δεν ήταν εύκολη μετάβαση, ούτε
πολιτισμικά ούτε συναισθηματικά.
Προερχόμουν από μια χώρα όπου οι γυναίκες είχαν παλέψει –και κερδίσει–
πολλά δικαιώματα. Είχα μεγαλώσει με την πεποίθηση πως η γυναίκα πρέπει να
είναι ελεύθερη,
ισότιμη και ανεξάρτητη. Όταν λοιπόν βρέθηκα σε μια μικρή
ελληνική πόλη, με νοοτροπία πιο συντηρητική, ένιωσα πίεση. Πίεση να υποταχθώ,
να “συμμορφωθώ”, να σβήσω ό,τι ήξερα για τα δικαιώματα που είχα κατακτήσει ως
γυναίκα.
Δεν το έκανα. Δεν παραιτήθηκα ποτέ από αυτά τα δικαιώματα. Απλώς, για
κάποιο διάστημα, τα κράτησα πιο
μέσα μου, για χάρη της κόρης μου. Ήθελα να
μεγαλώσει με αγάπη, αποδοχή και χωρίς να νιώθει «διαφορετική» λόγω της μητέρας
της. Ήταν μόνο 8 χρονών τότε, αλλά διαισθανόταν πολλά.
Ένα βράδυ, ενώ περπατούσαμε οικογενειακώς στο κέντρο της πόλης, άναψα
τσιγάρο – μια χειρονομία που στην Ιταλία ήταν συνηθισμένη,
ακόμα και στο δρόμο. Εδώ όμως, αυτό θεωρούνταν δείγμα “κακής φήμης”,
“ανηθικότητας”. Ενώ περπατούσα αγκαζέ με τον άντρα μου, και η κόρη μας με τον
θείο της, είδα την
έκφραση της κόρης μου να αλλάζει. Δεν είπε
τίποτα, αλλά άφησε το χέρι του θείου της και πέρασε από την άλλη πλευρά του
δρόμου.
Κατάλαβα αμέσως. Και εκείνη τη στιγμή, πέταξα το τσιγάρο και δεν ξανακάπνισα ποτέ ξανά
στον δρόμο. Όχι γιατί ντράπηκα, αλλά γιατί ήξερα πως για να της δώσω το παράδειγμα της αξιοπρέπειας και της
σοφίας, έπρεπε πρώτα να την προστατεύσω
από τα κακοπροαίρετα σχόλια του κόσμου γύρω μας.
Όμως δεν παραιτήθηκα ποτέ από την εσωτερική μου αλήθεια. Δεν αποδέχτηκα ποτέ τον ρόλο της
“σιωπηλής γυναίκας”. Ήξερα πως δεν μπορούσα να φέρω την Άνοιξη μόνη μου – «Ένας κούκος δεν φέρνει την Άνοιξη», λένε – αλλά
μπορούσα να φυτέψω τους
πρώτους σπόρους.
Έτσι, ξεκίνησα να γράφω άρθρα στον τοπικό Τύπο, με θέματα γύρω από τα δικαιώματα των γυναικών. Έκανα εκπομπές στο ραδιόφωνο, μέσα από τις οποίες περνούσα σταθερά
μηνύματα για την ισότητα, την
ελευθερία, τον σεβασμό. Δίπλα μου είχα μια σπουδαία
Ελληνίδα φίλη με προοδευτικό μυαλό, που με στήριξε όσο λίγοι.
Δεν ήταν επανάσταση. Ήταν
αντίσταση. Και όπως αποδείχθηκε, είχε καρπούς.
Γιατί με τα χρόνια, η πόλη αυτή άλλαξε. Ήρθαν και άλλες ξένες γυναίκες, οι
νεότερες γενιές των Ελληνίδων απελευθερώθηκαν, και πλέον βλέπω στους δρόμους εικόνες που κάποτε
ήταν αδιανόητες.
Όχι, δεν ήμουν η μόνη αιτία. Αλλά σίγουρα, ήμουν μια από εκείνες που άνοιξαν την
πόρτα και πέρασαν. Και το έκανα χωρίς φόβο, με αξιοπρέπεια, με πίστη ότι
το σωστό πάντα βρίσκει τρόπο να φανεί.
Αυτές οι αλλαγές δεν έγιναν όλες σε μία
μέρα. Ούτε συνοδεύτηκαν από χειροκροτήματα. Αλλά υπήρξαν.
Η πιο καθοριστική ίσως; Η μετανάστευση. Μια απόφαση δύσκολη, επώδυνη, και βαθιά μεταμορφωτική.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πράξη
θέλησης από το να αφήνεις τα πάντα πίσω για να ξαναχτίσεις τον εαυτό σου από
την αρχή.
Κι αν σήμερα μπορώ να λέω “το έκανα”, δεν
είναι γιατί δεν φοβόμουν.
Είναι γιατί κάποια μέρα, απλώς... προχώρησα.
3. Τα εμπόδια που μας σαμποτάρουν
Μέχρι τώρα, μιλήσαμε για παραδείγματα
αποφασιστικότητας και δύναμης. Όμως, η θέληση — όσο δυνατή κι αν είναι — δεν
είναι πάντα αρκετή, αν δεν μάθουμε να αναγνωρίζουμε αυτά που μας κρατάνε πίσω.
Παράγραφος 1 – Η τεμπελιά που φοράει μάσκα σοβαρότητας
Μερικές φορές, δεν ξεκινάμε κάτι όχι
επειδή δεν θέλουμε, αλλά επειδή... το αφήνουμε για «αύριο». Αυτό το «αύριο»
όμως μετατρέπεται σε εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Η αναβλητικότητα πολλές φορές
μεταμφιέζεται ως υπευθυνότητα:
«Θα το κάνω μόλις έχω χρόνο.»
«Δεν είναι ακόμα η κατάλληλη στιγμή.»
«Χρειάζομαι πρώτα τις ιδανικές συνθήκες.»
Και όμως, η αλήθεια είναι απλή και
πικρή: η αναβλητικότητα είναι ένας από τους
χειρότερους εχθρούς της θέλησης.
Παράγραφος 2 – Ο φόβος ντυμένος με ρεαλισμό
Ένας άλλος σαμποτέρ είναι ο φόβος. Όχι
πάντα εμφανής. Πολλές φορές μεταφράζεται σε "λογική σκέψη":
«Δεν είναι ρεαλιστικό αυτό που σκέφτομαι.»
«Κι αν αποτύχω;»
«Τι θα πει ο κόσμος;»
Αλλά τι είναι πραγματικά αυτός ο φόβος;
Είναι η φωνή που σε κρατάει μικρό, ενώ μπορείς να γίνεις κάτι μεγαλύτερο. Είναι
η αντίσταση που νιώθεις όταν βρίσκεσαι ένα βήμα πριν την αλλαγή. Είναι η άρνηση
να βγεις από το γνώριμο, το άνετο, το «ασφαλές».
Παράγραφος 3 – Η παγίδα της τελειομανίας
Πολλοί άνθρωποι δεν ξεκινούν τίποτα, αν πρώτα δεν
νιώσουν ότι είναι απολύτως «έτοιμοι». Περιμένουν:
- την
ιδανική στιγμή,
- τον
τέλειο εξοπλισμό,
- το
σωστό πλάνο,
- την
επιβεβαίωση των άλλων.
Αλλά ποτέ δεν θα είμαστε απόλυτα έτοιμοι. Η ζωή δεν προσφέρει εγγυήσεις. Το “Volere è Potere” , «Θέληση
είναι Δύναμη» δεν σημαίνει «Θα πετύχεις μόνο αν όλα είναι τέλεια».
Σημαίνει θα
προσπαθήσεις, ακόμα και αν όλα είναι ατελή.
Παράγραφος 4 – Η φράση-παγίδα: «Δεν είναι τώρα η ώρα»
Αν περιμένει κανείς να έρθει η “σωστή
στιγμή”, κινδυνεύει να μη ξεκινήσει ποτέ. Η σωστή στιγμή είναι εδώ και τώρα — γιατί το «αύριο» μπορεί να είναι ήδη πολύ αργά.
Το να περιμένουμε το τέλειο, είναι σαν να
ζητάμε από τη ζωή άδεια για να ζήσουμε.
Συμπέρασμα
Αν πραγματικά θέλετε κάτι, μην περιμένετε τον τέλειο χρόνο, το
τέλειο σώμα, τον τέλειο καιρό ή το τέλειο κείμενο. Ξεκινήστε όπως είστε, με
ό,τι έχετε.
Όλα τα υπόλοιπα... θα έρθουν στην πορεία.
4. Μικρές πράξεις καθημερινής θέλησης
Η θέληση δεν μετριέται πάντα με
κατορθώματα που αλλάζουν τον κόσμο. Πολλές φορές κρύβεται στις πιο απλές,
καθημερινές μας συνήθειες. Σε εκείνες τις πράξεις που δεν παρατηρεί κανείς,
αλλά που κάνουν όλη τη διαφορά στη ζωή μας — γιατί απαιτούν επιμονή, στόχο και πίστη στον εαυτό μας, ακόμα και όταν όλα γύρω μας μοιάζουν να μας σπρώχνουν στην αδράνεια.
🔹 Να σηκωθείτε από το κρεβάτι όταν το μόνο που θέλετε είναι να μείνετε εκεί
Πόσες φορές δεν έχουμε όλοι νιώσει το
βάρος μιας μέρας να ξεκινά ήδη πριν ανοίξουμε τα μάτια μας; Όταν η ψυχολογία
μας είναι πεσμένη, όταν τίποτα δεν φαίνεται ενδιαφέρον, όταν νιώθουμε
κουρασμένοι πριν καν κάνουμε το πρώτο μας βήμα. Εκεί ακριβώς είναι που
γεννιέται η δύναμη της
θέλησης: όταν λέμε «ναι» στη ζωή, ακόμα και όταν
εκείνη δεν μας χαμογελάει. Το να σηκωθείτε, να ντυθείτε, να φτιάξετε έναν καφέ
και να αντιμετωπίσετε τη μέρα, είναι από μόνο του μια πράξη γενναιότητας. Κάθε
μέρα που δεν τα παρατάτε, είναι μια νίκη.
🔹 Να γράφετε, ακόμα κι όταν όλα μέσα σας λένε «σταμάτα»
Το γράψιμο δεν είναι πάντα εύκολο. Δεν
είναι πάντα έμπνευση, ροή και λέξεις που ξεπηδούν μόνες τους. Είναι και πειθαρχία, υπομονή, δέσμευση. Πόσες φορές δεν βρεθήκατε μπροστά σε μια λευκή σελίδα, νιώθοντας κενή από
ιδέες ή γεμάτη από συναισθήματα που δεν μπορείτε να μεταφράσετε σε λέξεις; Κι
όμως, αποφασίζετε να συνεχίσετε. Να γράψετε έστω μία πρόταση, μία παράγραφο.
Είναι σαν να λέτε στον εαυτό σας: “Η φωνή μου μετράει. Το μήνυμά μου έχει αξία.” Και πράγματι, έχει.
🔹 Να περπατάτε 8.000 βήματα την ημέρα, ακόμα κι όταν δεν έχετε καμία διάθεση
Μπορεί να μοιάζει ασήμαντο, αλλά δεν
είναι. Το να σηκωθείτε, να βάλετε τα αθλητικά σας και να βγείτε έξω — ακόμα κι
όταν έχει συννεφιά, όταν είστε κουρασμένοι, όταν όλα μέσα σας λένε «άστο για
αύριο» — είναι απόδειξη εσωτερικής δέσμευσης. Είναι ένα καθημερινό δώρο προς τον εαυτό σας. Κι εγώ η ίδια, το κάνω κάθε μέρα, γιατί
ξέρω ότι το περπάτημα
δεν μου χαρίζει μόνο υγεία, αλλά και καθαρό μυαλό,
εσωτερική γαλήνη και σωματική ελευθερία. Πιστεύω ότι
το να φροντίζουμε το σώμα μας είναι ένα από τα πιο ισχυρά δείγματα αγάπης και
θέλησης.
5. Η εσωτερική
φωνή: φίλος ή εχθρός;
Η πιο σταθερή “παρέα” που έχουμε σε όλη
μας τη ζωή είναι μία: η φωνή μέσα
μας. Εκείνη που μιλάει όταν κανείς άλλος δεν
είναι γύρω. Που σχολιάζει, που κρίνει, που μας ενθαρρύνει ή μας υπονομεύει.
Είναι η φωνή του παρελθόντος, των εμπειριών μας, των λέξεων που μας είπαν
γονείς, δάσκαλοι, σύντροφοι — αλλά και η φωνή του μέλλοντος μας, εκείνου που
προσπαθούμε να χτίσουμε κάθε μέρα. Το ερώτημα όμως είναι: Αυτή η φωνή… είναι φίλος ή εχθρός;
Σκεφτείτε τις φράσεις που λέτε στον εαυτό
σας όταν αποτυγχάνετε σε κάτι:
«Δεν είμαι αρκετά καλός/ή.»
«Ποιος νομίζω ότι είμαι;»
«Δεν θα τα καταφέρω ποτέ.»
«Άργησα πολύ για να ξεκινήσω.»
«Δεν είμαι φτιαγμένος/η γι’ αυτό.»
Αυτές οι φράσεις, επαναλαμβανόμενες στο
μυαλό μας, χτίζουν
τοίχους. Τοίχους που μας χωρίζουν από τις
δυνατότητές μας. Δεν χρειάζεται καν να μας σαμποτάρει κάποιος απ’ έξω — κάνουμε τη δουλειά μόνοι μας.
Αυτό είναι το λεγόμενο “εσωτερικό σαμποτάζ”, μια σιωπηλή αλλά πανίσχυρη δύναμη που μπορεί να μας παραλύσει. Και πολλές
φορές, δεν είναι καν δική μας. Είναι λόγια που ακούσαμε μικροί, πεποιθήσεις που
“κληρονομήσαμε” χωρίς να τις εξετάσουμε ποτέ.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη φωνή μέσα μας. Εκείνη που ψιθυρίζει: «Μπορείς.»
Που λέει: «Δεν χρειάζεται να είσαι τέλειος/α, μόνο
αυθεντικός/ή.»
Που μας υπενθυμίζει: «Έχεις ξαναπεράσει δύσκολα. Και τα
κατάφερες.»
Το κλειδί είναι να επιλέγουμε συνειδητά ποια φωνή θα
ακούσουμε. Να κάνουμε σιγά, σιγά τον εσωτερικό μας
διάλογο πιο συμπονετικό, πιο δίκαιο, πιο υποστηρικτικό. Όχι με θετικό παραμύθι,
αλλά με ρεαλισμό: Έχω δυσκολίες, αλλά δεν με καθορίζουν. Έχω
ανασφάλειες, αλλά δεν με σταματούν.
Η εσωτερική φωνή είναι σαν ένας εσωτερικός
προπονητής. Αν την ταΐζουμε με φόβο, θα μας κρατά πίσω. Αν την ταΐζουμε με
πίστη, θα μας οδηγεί μπροστά. Και κάθε μέρα, έχουμε την ευκαιρία να την “επανεκπαιδεύσουμε”.
Όχι με ουτοπικές φράσεις, αλλά με μια σταθερή απόφαση:
“Ακόμα κι αν δεν με πιστεύω σήμερα,
θα κάνω ένα βήμα. Και μετά άλλο ένα.”
Συμπέρασμα – Κανείς δεν θα το κάνει για εμάς
Η αλήθεια είναι απλή, αλλά όχι πάντα
ευχάριστη: κανείς δεν
πρόκειται να έρθει να μας σώσει. Όσοι
περιμένουν έναν από μηχανής θεό, μια “σωτήρια” συγκυρία ή κάποιον που θα τους
πάρει από το χέρι και θα τους οδηγήσει στην επιτυχία, ίσως περιμένουν για
πάντα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αξίζουμε
βοήθεια, υποστήριξη ή ενθάρρυνση από τους άλλους. Αλλά ο πρώτος που πρέπει να σηκώσει το βάρος της
απόφασης… είμαστε εμείς.
Αν δεν κάνουμε εμείς το πρώτο βήμα, κανείς
δεν μπορεί να το κάνει για εμάς.
Αν δεν πιστέψουμε εμείς στις δυνάμεις μας, καμία εξωτερική επιβεβαίωση δεν θα
είναι αρκετή.
Αν δεν επιλέξουμε εμείς να σηκωθούμε όταν πέφτουμε, τότε κάθε πτώση θα μοιάζει
με τέλος.
Αλλά — και εδώ είναι η ελπίδα — μόλις κάνουμε αυτό το πρώτο βήμα, κάτι μαγικό συμβαίνει:
Αρχίζουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας αλλιώς.
Ανακαλύπτουμε μέσα μας μια δύναμη που δεν ξέραμε ότι είχαμε.
Και σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα, αποδεικνύουμε στον εαυτό μας ότι μπορούμε.
Μπορεί να μην είναι εύκολο. Μπορεί να μην
είναι άμεσο.
Αλλά είναι δυνατόν.
Γιατί, τελικά, θέληση είναι δύναμη — όχι γιατί όλα γίνονται όπως τα φανταζόμαστε,
αλλά γιατί με τη θέληση
ξεκινάει η αλλαγή.
Και η αλλαγή... είμαστε εμείς.
Ecco una storia personale che dimostra come, con volontà e costanza, si possa trasformare un sogno in realtà.
Un’analisi più cauta: quando “volere” non basta, serve anche strategia e resilienza.
E voi? Siete fermi sostenitori del “Pro” o del “Contro”? Fatecelo sapere spiegando perché.