⚠️ Σημαντική ανακοίνωση προς τους επισκέπτες

Αγαπητοί αναγνώστες, τα κλικ στις διαφημίσεις που εμφανίζονται σε αυτόν τον ιστότοπο πρέπει να είναι αυθόρμητα και όχι κατόπιν προτροπής. Για να διασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με τους κανόνες του Google AdSense, σας παρακαλώ να μην κάνετε κλικ στις διαφημίσεις με σκοπό την υποστήριξη του ιστότοπου , αλλά μόνο εάν θεωρείτε ότι το περιεχόμενο της διαφήμισης σας ενδιαφέρει πραγματικά. Σας ευχαριστώ για την κατανόηση και τη συνεργασία σας. (Με εκτίμηση, Luciana)

«Τι σε βλάπτει περισσότερο: να καπνίζεις ή να παίζεις λεφτά; Διάλεξε!»

Σκηνή: Ένα απόγευμα σε μια καφετέρια.

Η Λουτσιάνα κι η Αθηνά κάθονται σε ένα μικρό τραπεζάκι, με τα φλιτζάνια του καφέ μπροστά τους. Είναι από αυτές τις κουβέντες που ξεκινούν χαλαρά και χωρίς να το καταλάβεις, πιάνεις βαθιά θέματα της ζωής.


A realistic photo showing a full ashtray with cigarette butts and a burning cigarette beside colorful casino chips, playing cards, and a crumpled banknote on a dimly lit table. Warm yellow light creates a moody atmosphere symbolizing addiction and loss.

 Λουτσιάνα:

Ξέρεις κάτι, Αθηνά; Σήμερα μου πέρασε από το μυαλό μια ερώτηση λίγο περίεργη. Έλεγα από μέσα μου… ποιο είναι άραγε το μικρότερο κακό στις καθημερινές μας συμπεριφορές; Δηλαδή, αν κάνεις κάτι που ξέρεις πως δεν σου κάνει καλό, αλλά το κάνεις έτσι κι αλλιώς, υπάρχει “καλύτερο κακό”; Ή κακό είναι κακό, τελεία;

Αθηνά:(χαμογελώντας ελαφρά)
Αχ, τι ωραία ερώτηση! Αν με ρωτάς, νομίζω όλες το έχουμε σκεφτεί κάποια στιγμή αυτό, απλά δεν το λέμε δυνατά. Για πες μου, πώς σου ήρθε;

Λουτσιάνα:
Ε, σκεφτόμουν κάτι απλό. Για παράδειγμα, το κάπνισμα και ο τζόγος. Δύο πράγματα που —όπως και να το δεις— δεν είναι και τα πιο αθώα του κόσμου. Και λέω… τι είναι πιο κακό; Να καπνίζεις ή να παίζεις λεφτά;

Αθηνά:
Ωχ… δύσκολη σύγκριση. Γιατί και τα δύο έχουν τα δικά τους “κακά”. Το κάπνισμα, εντάξει… είναι ξεκάθαρα επιβλαβές για την υγεία. Και δεν είναι μόνο το άτομο που καπνίζει, έτσι; Είναι κι όλοι γύρω του.

Λουτσιάνα:
Ναι! Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν. Ο καπνιστής ίσως δεν το καταλαβαίνει καν, αλλά οι άνθρωποι που ζουν μαζί του αναπνέουν κάθε μέρα αυτόν τον βαρύ αέρα. Σαν να είσαι συνέχεια μέσα σε ένα σύννεφο καπνού. Και όχι μόνο στον χώρο. Όλα μυρίζουν! Τα ρούχα, οι κουρτίνες, τα μαλλιά… τα πάντα!

Αθηνά:
Αχ ναι, πες τα! Θυμάμαι παλιά, που πήγαινα στο σπίτι μιας φίλης μου που κάπνιζε. Μόλις έβγαινα από εκεί, ένιωθα σαν να είχα καπνίσει κι εγώ ένα πακέτο. Μύριζαν τα ρούχα, μου λες και είχα περάσει τη μέρα σε καπνομάγαζο. Και να φανταστείς, εγώ δεν κάπνιζα ποτέ.

Λουτσιάνα:
Και δεν είναι μόνο η μυρωδιά. Ο λεγόμενος “παθητικός καπνός” κάνει κακό στην υγεία των άλλων — ειδικά των παιδιών, των ηλικιωμένων… και φυσικά του συντρόφου ή της οικογένειας που ζει μαζί σου. Δηλαδή, αν το σκεφτείς λίγο πιο βαθιά, δεν κάνεις κακό μόνο σε εσένα. Το μεταφέρεις και σε ανθρώπους που αγαπάς. Και αυτό, Αθηνά μου, δεν είναι μικρό πράγμα.

Αθηνά:
Έχεις δίκιο. Είναι σαν να φέρνεις το πρόβλημα μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, άθελά σου. Και το χειρότερο; Ο καπνιστής συχνά το συνηθίζει τόσο πολύ, που δεν το παρατηρεί καν. Ενώ οι άλλοι το υπομένουν σιωπηλά… μέχρι να φτάσουν στα όριά τους.

Λουτσιάνα:
Ακριβώς. Και τώρα πάμε στον τζόγο. Εκεί είναι αλλιώς τα πράγματα. Κάποιος μπορεί να ξεκινήσει “αθώα”. Παίζει λίγα κέρματα, ένα δελτίο λόττο την εβδομάδα, κάθε τόσο και ένα ξηστό, έτσι “για το καλό”. Και μετά… χωρίς να το καταλάβει, αρχίζει και μπλέκει. Πρώτα λίγα λεφτά, μετά περισσότερα, μετά πάει στο καζίνο, μετά στα ηλεκτρονικά φρουτάκια, τα λεγόμενα Slot
Machines  — και αυτά τώρα είναι και online, από το κινητό, από το σπίτι σου.

Αθηνά:
Ναι, εκεί είναι το επικίνδυνο. Γιατί με το τσιγάρο, τα λεφτά πάνε και δεν γυρίζουν. “Καπνίζονται”, κυριολεκτικά. Με τον τζόγο, όμως, υπάρχει αυτή η μικρή ελπίδα… ότι μπορεί να τα πάρεις πίσω. Ή και να κερδίσεις ακόμα περισσότερα. Αυτό είναι που παγιδεύει τους περισσότερους, πιστεύω.

Λουτσιάνα:
Ναι, και είναι ύπουλο. Γιατί αυτή η μικρή ελπίδα τούς κάνει να λένε: “Ε, δεν πειράζει, σήμερα μπορεί να σταθώ τυχερός.” Έτσι δικαιολογούν τα λεφτά που σπαταλούν. Ενώ με το κάπνισμα… πες μου, σε τι μπορεί να ελπίζει ένας καπνιστής; Σε τίποτα. Τα λεφτά πάνε κατευθείαν στον αέρα. Στον κυριολεκτικό καπνό.

Αθηνά:
(γελάει λίγο πικρά)
Ναι, ούτε ένα “λαχείο” δεν παίζουν για να πουν “μπορεί να κερδίσω”. Εκεί είναι το μεγάλο παράδοξο. Ο καπνιστής μπορεί να πει “το έχω ανάγκη, με ηρεμεί”. Αλλά ουσιαστικά πληρώνει για να βλάπτει το σώμα του και των γύρω του. Ο παίκτης λέει “έχω μια ελπίδα”. Πάλι βλάπτει τον εαυτό του, αλλά τουλάχιστον έχει κάτι να πιαστεί — έστω ψεύτικο.

Λουτσιάνα:
Και πρόσεξε… κι οι δύο σπαταλούν λεφτά. Απλώς ο ένας το παραδέχεται πιο εύκολα. Ο καπνιστής λέει “ξέρω, είναι λεφτά στον αέρα”. Ο άλλος το ντύνει με φράσεις όπως “άμα κερδίσω, θα τα πάρω πίσω” ή “ένα δελτίο δεν είναι τίποτα”. Και έτσι περνάνε μήνες, χρόνια… και μαζεύονται απίστευτα ποσά.

Αθηνά:
Το πιο τρομακτικό είναι ότι δεν το καταλαβαίνουν όσο το ζουν. Πιστεύουν ότι ελέγχουν την κατάσταση. Ενώ στην πραγματικότητα, η κατάσταση τους ελέγχει.

Λουτσιάνα:
Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει κάτι κοινό: ένα μικρό κακό που σιγά, σιγά γίνεται μεγάλο. Με το τσιγάρο ξεκινάς λέγοντας “ένα την ημέρα”. Με τον τζόγο “ένα δελτίο την εβδομάδα”. Και πριν το καταλάβεις… έχεις μπει μέσα μέχρι το λαιμό.

Αθηνά:(παίρνει μια γουλιά από τον καφέ της και κουνάει το κεφάλι)
Πόσο αλήθεια λες… Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ότι συχνά αυτά τα “κακά” δεν έρχονται μόνα τους. Το ένα φέρνει το άλλο. Για παράδειγμα, κάποιος που παίζει μπορεί να αγχωθεί και να αρχίσει να καπνίζει περισσότερο. Ή κάποιος που καπνίζει να παίζει για να ξεχνιέται. Και κάπως έτσι… μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο.

Λουτσιάνα:
Ναι, και μετά, ποιο είναι το μικρότερο κακό; Εκεί μπερδεύεσαι. Γιατί δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Είναι σαν να σε ρωτάνε: “Θες να καείς ή να πνιγείς;” Και τα δύο πληγώνουν, απλώς με διαφορετικό τρόπο.

Αθηνά:
Ακριβώς. Και ξέρεις τι άλλο παρατήρησα; Οι άνθρωποι βρίσκουν πάντα μια δικαιολογία. Ο καπνιστής λέει “το έχω ανάγκη”. Ο παίκτης λέει “μπορεί να κερδίσω”. Είναι σαν να λέμε ψέματα στον ίδιο μας τον εαυτό — και να το πιστεύουμε.

Λουτσιάνα:(γελάει αλλά με σοβαρό βλέμμα)
Ναι… μικρά ψέματα για να μην πονάμε πολύ. Αλλά η αλήθεια είναι εκεί, περιμένει στη γωνία.

Η κουβέντα συνεχίζεται,  τα φλιτζάνια άδεια, με τις δύο φίλες να βυθίζονται όλο και περισσότερο στη συζήτηση γεμάτη ζωντάνια, καθώς τα παραδείγματα και οι εμπειρίες τους ξετυλίγονται φυσικά.

Τα “μικρά κακά” που γίνονται συνήθεια

Λουτσιάνα:
Και ξέρεις τι άλλο σκεφτόμουν; Όχι μόνο τα μεγάλα κακά, όπως το τσιγάρο ή ο τζόγος… αλλά και τα μικρά καθημερινά πράγματα που μαζεύονται σιγά, σιγά και γίνονται συνήθεια.

Αθηνά:
Τι εννοείς;

Λουτσιάνα:
Λοιπόν, για παράδειγμα, να λες συνέχεια “ναι” σε όλους. Στην αρχή φαίνεται αθώο, “εντάξει, θα βοηθήσω αυτή τη φίλη, θα κάνω αυτό το μικρό χατίρι”… και μετά ξαφνικά νιώθεις ότι όλος ο χρόνος σου περνάει δίνοντας στους άλλους, χωρίς να μένει τίποτα για σένα.

Αθηνά:
Αχ ναι! Κι εγώ το έχω κάνει αυτό. Και στο τέλος λες: “Μα πού πήγε η μέρα; Τι έκανα;” Και φυσικά αισθάνεσαι κουρασμένη, λίγο πικραμένη και ένοχη που δεν πρόσεξες τον εαυτό σου.

Λουτσιάνα:
Ακριβώς. Ή, για παράδειγμα, η διατροφή. Ξεκινάς λέγοντας “ένα γλυκό δεν πειράζει”, μετά “ένα ακόμα δεν πειράζει”, και πριν το καταλάβεις έχεις φάει κάτι που δεν χρειαζόσουν, μόνο από συνήθεια ή από κούραση.

Αθηνά:
Κι αυτό είναι ύπουλο, γιατί νιώθεις ότι κάνεις κάτι μικρό, ασήμαντο. Αλλά όταν το δεις στο τέλος της εβδομάδας ή του μήνα… wow! Μαζεύεται όλο αυτό το “ασήμαντο” και ξαφνικά είναι ένα μεγάλο πρόβλημα.

Λουτσιάνα:
Ναι, και το ίδιο συμβαίνει με τα χρήματα. Μικρές καθημερινές σπατάλες — ένα καφέ παραπάνω, ένα σνακ, κάτι που αγοράζεις “γιατί μου αρέσει” — δεν φαίνονται πολλά κάθε μέρα. Αλλά αν τα μετρήσεις στο τέλος του μήνα, έχεις πετάξει λεφτά για πράγματα που ούτε καν θυμάσαι ότι αγόρασες.

Αθηνά:(γελώντας)
Ναι, κι εκεί είναι η παγίδα. Λες στον εαυτό σου “μικρό ποσό, δεν πειράζει”, και μετά το μικρό γίνεται μεγάλο χωρίς να το καταλάβεις. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αρχίζεις να ψάχνεις δικαιολογίες: “Το αξίζω, κουράστηκα, μόνο ένα καφέ παραπάνω.”

Λουτσιάνα:
Ακριβώς! Και το χειρότερο είναι ότι αυτά τα μικρά κακά, σαν τις σταγόνες της βροχής, σιγά, σιγά φθείρουν την καθημερινότητα. Σε κάνουν να νιώθεις πιο κουρασμένη, πιο αγχωμένη, πιο λιγότερο έτοιμη να ασχοληθείς με σημαντικά πράγματα.

Αθηνά:
Ναι, και το πιο ύπουλο; Δεν τα βλέπεις όσο τα ζεις. Σου φαίνεται φυσιολογικό. Σαν να λέει ο εαυτός σου: “Α, έτσι είναι η ζωή, δεν πειράζει”. Μέχρι που ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι έχεις μπει σε έναν κύκλο συνηθειών που σε τραβούν κάτω, χωρίς καν να το θες πραγματικά.

Λουτσιάνα:
Και μετά θυμάμαι και κάτι άλλο. Όταν οι άνθρωποι κάνουν αυτά τα μικρά κακά, συχνά προσπαθούν να τα “ντύσουν” με λόγους: “Δεν πειράζει, όλοι το κάνουν”, “Έχω ανάγκη λίγο γλυκό μετά από μια δύσκολη μέρα”, “Μικρό ποσό, δεν με πειράζει”.

Αθηνά:
Ναι, ακριβώς. Κι έτσι, η συνήθεια γίνεται ακόμα πιο βαθιά. Δεν είναι μόνο η πράξη, είναι και η ψυχολογία πίσω από αυτήν. Και όσο πιο πολύ λέμε αυτά τα “μικρά ψέματα στον εαυτό μας”, τόσο πιο δύσκολο είναι να τα σταματήσουμε.

Λουτσιάνα:
Σαν να φτιάχνουμε έναν κύκλο που μεγαλώνει σιγά, σιγά. Και συνήθως δεν μιλάμε γι’ αυτά με φίλους ή οικογένεια, γιατί ντρεπόμαστε ή νομίζουμε ότι είναι ασήμαντα. Αλλά αν τα παρατηρήσουμε και τα μοιραστούμε, τότε ίσως αρχίσουμε να τα καταλαβαίνουμε καλύτερα.

Αθηνά:
Σωστά. Κι αυτό είναι το σημαντικό. Να μιλάμε, να παρατηρούμε, να αναγνωρίζουμε αυτά τα μικρά κακά πριν γίνουν μεγάλα. Όπως λέμε για το τσιγάρο και τον τζόγο… αν το δούμε νωρίς, ίσως αποφύγουμε τις χειρότερες συνέπειες.

«Οι ψυχολογικές συνέπειες…»

Όταν μιλάμε για τον εθισμό στο κάπνισμα και στα τυχερά παιχνίδια, δεν πρέπει να περιοριζόμαστε μόνο στον ίδιο τον άνθρωπο που καπνίζει ή παίζει. Οι συνέπειες αυτών των συνηθειών απλώνονται σαν κύματα και αγγίζουν το περιβάλλον γύρω του.

Στην περίπτωση του καπνίσματος, ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα είναι το λεγόμενο παθητικό κάπνισμα. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι που ζουν ή βρίσκονται συχνά κοντά σε έναν καπνιστή αναπνέουν τον ίδιο καπνό, χωρίς να έχουν καμία επιλογή να τον αποφύγουν. Το αποτέλεσμα είναι πως θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους, παρόλο που οι ίδιοι μπορεί να μην έχουν καπνίσει ποτέ στη ζωή τους. Είναι γνωστό ότι το παθητικό κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει αναπνευστικά προβλήματα, καρδιοπάθειες, ακόμα και καρκίνο.

Επιπλέον, το κάπνισμα αφήνει το αποτύπωμά του παντού: στα ρούχα που ποτίζονται με την έντονη μυρωδιά, στα σεντόνια, στις κουρτίνες και στα έπιπλα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα αποπνικτική, δυσάρεστη και ανθυγιεινή. Έτσι, ένας καπνιστής μπορεί να καταστρέφει άθελά του την ποιότητα ζωής όλων μέσα στο σπίτι.

Από την άλλη πλευρά,ο εθισμός στα τυχερά παιχνίδια έχει διαφορετικό αλλά εξίσου σοβαρό πρόσωπο. Στην αρχή, τα πράγματα μπορεί να φαίνονται αθώα: κάποιος ρίχνει λίγα ψιλά σε ένα στοίχημα, μια περιστροφή σε μια μηχανή τύχης (Slot Machines) ή μια επίσκεψη σε ένα καζίνο «για τη διασκέδαση». Όμως αυτή η «αθώα» συνήθεια μπορεί να μετατραπεί πολύ εύκολα σε παγίδα.

Τα τυχερά παιχνίδια δίνουν την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να κερδίσεις πίσω τα χρήματα που έχασες — ή ακόμη καλύτερα, να «πλουτίσεις» μέσα σε λίγα λεπτά. Αυτή η ελπίδα είναι που κάνει τον παίκτη να συνεχίζει. Όμως η πραγματικότητα είναι πως στις περισσότερες περιπτώσεις, οι απώλειες αυξάνονται και ο παίκτης βυθίζεται σε έναν φαύλο κύκλο όπου όσο περισσότερα χάνει, τόσο πιο πολύ προσπαθεί να τα ξανακερδίσει. Μπορεί να φτάσει στο σημείο να παίζει όλο το μισθό ή τη σύνταξή του, να ζητά δάνεια από φίλους υποσχόμενος ότι θα τα επιστρέψει σύντομα — γνωρίζοντας όμως ήδη ότι αυτό δεν θα συμβεί. Και σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να καταφύγει ακόμα και σε μικρές κλοπές μέσα στο σπίτι, όπως χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να τα πουλήσει ή να τα δεσμεύσει. Αυτή είναι μια ακόμα ψευδαίσθηση και ψέμα που λέει στον εαυτό του και στους γύρω του.

Αντίθετα, στο κάπνισμα δεν υπάρχει καν αυτό το πρόσχημα. Τα χρήματα που ξοδεύονται για τσιγάρα κυριολεκτικά «εξατμίζονται» στον αέρα μαζί με τον καπνό. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα επιστροφής αυτών των χρημάτων, καμία ελπίδα για κέρδος ή αντιστάθμιση της ζημιάς.

Αυτό κάνει τη συνήθεια του καπνίσματος ακόμη πιο ύπουλη: ενώ ο παίκτης μπορεί να παραμυθιάζει τον εαυτό του ότι «θα τα πάρει πίσω», ο καπνιστής δεν έχει καμία δικαιολογία. Και παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει. Γιατί; Επειδή το κάπνισμα, όπως και τα τυχερά παιχνίδια, στηρίζεται σε ψυχολογικούς μηχανισμούς εξάρτησης που ξεπερνούν τη λογική.

Σε οικογενειακό επίπεδο, και οι δύο αυτές συμπεριφορές μπορούν να δημιουργήσουν ένταση, καυγάδες, οικονομικά προβλήματα, καθώς και συναισθήματα απογοήτευσης και ανημπόριας σε όσους βρίσκονται κοντά. Τα παιδιά, ειδικά, μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που μαθαίνουν —χωρίς καν να το αντιληφθούν— ότι τέτοιες συμπεριφορές είναι «φυσιολογικές». Έτσι, μπορεί να αναπαράγουν τα ίδια μοτίβα ως ενήλικες.

Όταν, λοιπόν, μιλάμε για αυτές τις συνήθειες, δεν μιλάμε μόνο για το άτομο, αλλά για ολόκληρη την αλυσίδα των ανθρώπων που επηρεάζονται. Αυτός είναι και ο λόγος που η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε συμβουλές ή απλές υποδείξεις. Χρειάζεται ενημέρωση, υποστήριξη, ψυχολογική βοήθεια και μια βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής.

Το κάπνισμα δεν επηρεάζει μόνο τους πνεύμονες ή την τσέπη του καπνιστή • αφήνει έντονα σημάδια και στην εμφάνιση και στην προσωπική υγιεινή. Ένα από τα πρώτα πράγματα που αντιλαμβάνεται κάποιος είναι η έντονη και αποκρουστική μυρωδιά που αποκτά η αναπνοή ενός καπνιστή. Το στόμα μυρίζει διαρκώς καπνό, το ίδιο δυσάρεστα όπως και τα ρούχα ή τα σεντόνια του.

Η επιδερμίδα του προσώπου αποκτά σταδιακά μια κιτρινωπή, θαμπή απόχρωση, χάνοντας τη φυσική της φρεσκάδα. Η φωνή γίνεται βαριά και βραχνή, και σε πολλές γυναίκες που καπνίζουν χρόνια, ο τόνος της φωνής αρχίζει να θυμίζει αντρικό, χάνει εκείνη τη γλυκύτητα, τη διαύγεια και τη φρεσκάδα που χαρακτηρίζει μια υγιή φωνή.

Και ύστερα έρχεται η περίφημη «βήχας του καπνιστή» — ένας ενοχλητικός, επίμονος βήχας που συχνά οδηγεί σε στιγμές πραγματικού πνιγμού, με το πρόσωπο να κοκκινίζει έντονα και τα μάτια να προβάλλουν προς τα έξω. Είναι μια εικόνα ιδιαίτερα συνηθισμένη, κυρίως στους άντρες καπνιστές που καπνίζουν πολλά χρόνια.

Τα δόντια παίρνουν ένα κιτρινωπό χρώμα και χάνουν τη λευκή τους λάμψη, ενώ και τα νύχια αποκτούν μια αντιαισθητική απόχρωση. Όλα αυτά δεν είναι απλώς αισθητικά προβλήματα — είναι σημάδια βαθιάς φθοράς που το σώμα «φωνάζει» αλλά ο καπνιστής πολλές φορές αγνοεί.

Ένας γνωστός μου άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο τόσο μηχανικά, που ξεχνούσε συχνά πως είχε ήδη ένα αναμμένο στο τασάκι. Αυτή η αυτόματη, ασυναίσθητη συμπεριφορά είναι και το πιο ξεκάθαρο σημάδι ότι η συνήθεια έχει μετατραπεί σε εθισμό.

Και φυσικά, εκτός από την υγεία και την εμφάνιση, υπάρχει και μια πιο σιωπηλή αλλά εξίσου ισχυρή συνέπεια του καπνίσματος: η οικονομική αιμορραγία. Όταν κάποιος καπνίζει ένα πακέτο την ημέρα, μπορεί να του φαίνεται πως πρόκειται για «μερικά ευρώ μόνο». Αν όμως το πολλαπλασιάσει κανείς σε ένα μήνα, σε έναν χρόνο ή σε δέκα χρόνια, το ποσό που χάνεται είναι πραγματικά αστρονομικό. Είναι χρήματα που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί για πράγματα πολύ πιο ουσιαστικά — για το σπίτι, για ταξίδια, για τα παιδιά, για υγεία ή για μια προσωπική χαρά.

Κι αφού καταλάβαμε όλα αυτά, η κουβέντα μας συνεχίζεται

Λουτσιάνα:

Αν σκεφτείς, Αθηνά, εγώ το βλέπω ξεκάθαρα: είναι σαν να πετάς τα λεφτά σου στο τασάκι και μετά να τα βλέπεις να γίνονται στάχτη.

Αθηνά:
Ναι, αλλά τουλάχιστον το παιχνίδι σού πουλάει και λίγο όνειρο. Σου λέει: «Μπορεί να χάσεις, αλλά μπορεί και να κερδίσεις». Το τσιγάρο όμως ούτε ελπίδα δεν σου αφήνει.

Στο στοίχημα ή στα καζίνο, κάποιος μπορεί να ξεκινήσει με λίγα ψιλά — κάτι που μοιάζει ακίνδυνο. Μπορεί να είναι ένα δελτίο με δύο ευρώ ή μια περιστροφή σε μια διαδικτυακή ρουλέτα. Όμως η πραγματική παγίδα βρίσκεται αλλού: εκεί που το μυαλό αρχίζει να πείθεται ότι «την επόμενη φορά» θα πάρει πίσω όσα έχασε — και ίσως και περισσότερα. Έτσι, βήμα, βήμα, η διασκέδαση μετατρέπεται σε παγίδα.

Λουτσιάνα:

Το κακό είναι ότι όποιος καπνίζει ξέρει ότι τα λεφτά πάνε χαμένα. Όποιος όμως παίζει, τρέφεται με την ψευδαίσθηση ότι θα τα πάρει πίσω. Γι’ αυτό και δεν σταματά εύκολα.

Αθηνά:

Ακριβώς! Το παιχνίδι τρέφει την ελπίδα· το τσιγάρο τη σκοτώνει αργά, χωρίς να στο λέει. Και οι δύο όμως, με τον δικό τους τρόπο, ρουφάνε χρήμα και υγεία.

Λουτσιάνα:

Και να σου πω και κάτι άλλο. Όταν κάποιος παίζει και πει: «Έλα μωρέ, μόνο δέκα ευρώ είναι», αυτό μπορεί να το πει και δέκα φορές μέσα στην ίδια εβδομάδα. Και ξέρεις τι γίνεται τότε; Το «μόνο δέκα ευρώ» γίνεται διακόσια. Κι αν τύχει και κερδίσει έστω και μία φορά, τότε… μπήκε για τα καλά στο χορό. Γιατί θα κυνηγάει εκείνη τη νίκη ξανά και ξανά.

Αθηνά:
Ενώ με το τσιγάρο, ακόμα κι αν σου πουν ότι θα κερδίσεις κάτι, δεν υπάρχει «νίκη» να κυνηγήσεις. Μόνο συνήθεια, εξάρτηση και μυρωδιά καπνού.

Το παράδοξο είναι πως και οι δύο συμπεριφορές ξεκινούν “αθώα”.  Κανείς δεν σηκώνεται ένα πρωί λέγοντας «σήμερα θα αρχίσω να εθίζομαι». Το ένα τσιγάρο μετά το φαγητό γίνεται πακέτο· το ένα δελτίο γίνεται εβδομαδιαία συνήθεια. Και κάπως έτσι, μικρά ποσά γίνονται μεγάλα, και μικρές στιγμές απόλαυσης γίνονται παγίδες που ρουφούν ζωή.

Και εδώ, η κουβέντα μας άρχισε να βαθαίνει λίγο πιο πολύ…

Λουτσιάνα:

Ξέρεις τι σκέφτομαι καμιά φορά, Αθηνά; Οι άνθρωποι πάντα θα βρίσκουν τρόπους να καταναλώνουν, να ξοδεύουν, να γεμίζουν κάποια κενά. Μόνο που διαλέγουν πώς θα το κάνουν. Κάποιοι διαλέγουν τσιγάρο, άλλοι χαρτιά, άλλοι shopping, άλλοι φαγητό. Στο τέλος όμως, πάντα κάτι πληρώνεις — ή με λεφτά ή με υγεία ή με ψυχή.

Αθηνά:
Αχ, πόσο δίκιο έχεις… Και το χειρότερο είναι ότι συχνά αυτή η πληρωμή έρχεται αργά, όταν πια η ζημιά έχει γίνει. Όταν η φωνή έχει γίνει βραχνή, τα πνευμόνια έχουν μαυρίσει ή ο τραπεζικός λογαριασμός είναι άδειος.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Λουτσιάνα:

Ξέρεις, Αθηνά, αν το καλοσκεφτείς, κάθε άνθρωπος κουβαλάει ένα «μικρό κακό» μέσα στην καθημερινότητά του. Κάτι που τον ξεκουράζει, που του δίνει μια ψεύτικη παρηγοριά, αλλά που στην πραγματικότητα τον τρώει λίγο, λίγο. Το θέμα δεν είναι μόνο ποιο κακό είναι, αλλά πόσο χώρο του δίνεις στη ζωή σου.

Αθηνά:
Κανείς δεν είναι άγιος και κανείς δεν ζει χωρίς κακές συνήθειες. Όμως υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μια μικρή αδυναμία και σε μια καταστροφική εξάρτηση. Το ένα σε αφήνει να ζήσεις — το άλλο σε ρουφάει αργά και ύπουλα.

Λουτσιάνα:

Οπότε η ερώτηση δεν είναι ποιο είναι το «μικρότερο κακό», αλλά ποιο κακό είσαι διατεθειμένος να το ελέγχεις και όχι να σε ελέγχει εκείνο.

Αθηνά:
 Ακριβώς αυτό. Και στο τέλος της ημέρας, η ζωή είναι ένα σύνολο επιλογών. Αν αυτές οι επιλογές σε καταστρέφουν οικονομικά, σωματικά ή ψυχολογικά, τότε δεν είναι πια «μικρό κακό». Είναι ένα σχοινί που σε σφίγγει λίγο, λίγο.

Σιωπή. Μόνο ο ήχος των φλιτζανιών και η ζεστασιά της κουβέντας μας. Δεν χρειάζονται μεγάλα λόγια.

Λουτσιάνα:

Ξέρεις τι; Μερικές φορές δεν χρειάζεται να αλλάξεις όλο τον κόσμο. Αρκεί να αλλάξεις ένα μικρό πράγμα στον εαυτό σου. Και κάπως έτσι, το κακό που σε κρατά δέσμιο αρχίζει να μικραίνει.

Και κάπου εκεί, η κουβέντα μας τελείωσε όχι με βαρύγδουπες συμβουλές, αλλά με εκείνη τη γλυκιά αίσθηση της συνειδητοποίησης — αυτή που φυτεύει έναν μικρό σπόρο μέσα στο νου, κι ας χρειαστεί χρόνο για να φυτρώσει.