Η έννοια της «τάξης» και της «αταξίας» σε ένα ζευγάρι

«Πόση τάξη και πόση αταξία χρειάζεται πραγματικά μια σχέση για να είναι ζωντανή;»

A couple sitting side by side in a room split into two halves: one side perfectly tidy and organized, the other cluttered and messy. The woman looks serious and slightly frustrated, wearing an orange shirt and blonde ponytail. The man, bald with a beard and wearing a light blue short-sleeve shirt, appears relaxed and indifferent.”

Σε πολλές σχέσεις, ο άντρας και η γυναίκα έχουν εντελώς διαφορετική άποψη για το τι σημαίνει «τάξη» και «αταξία». Αυτό, αργά ή γρήγορα, δημιουργεί καθημερινές συγκρούσεις.

Συχνά είναι η γυναίκα εκείνη που αγαπά την τάξη – μερικές φορές μάλιστα σε σημείο σχεδόν εμμονικό. Είναι πεπεισμένη ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια για το πώς πρέπει να διατηρείται η τάξη στο σπίτι και προσπαθεί να επιβάλει τους κανόνες της στον σύζυγο. Για εκείνη, η τάξη πρέπει να βασιλεύει μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, χωρίς συζήτηση και χωρίς υποχωρήσεις.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας. Αν είναι κοινή, ο χώρος μοιράζεται δίκαια: μισή για εκείνη και μισή για εκείνον. Όμως τα ρούχα –και των δύο– πρέπει να τακτοποιούνται με βάση τα δικά της κριτήρια, τα οποία δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.

Αυτή η ανάγκη για τάξη δεν είναι τυχαία. Έρχεται από χρόνια εκπαίδευσης και συνηθειών: η γυναίκα έχει μάθει από μικρή ότι ο ρόλος της μέσα στην οικογένεια είναι να τα βάζει όλα στη θέση τους, να καθαρίζει και να οργανώνει. Ένας ρόλος από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει χωρίς να δεχτεί κριτική, ενοχές και σκληρές παρατηρήσεις.

Στη ντουλάπα, λοιπόν, όλα είναι σε σειρά: τα πουκάμισα με μακριά μανίκια κρεμασμένα και χωρισμένα ανά χρώμα, το ίδιο και τα κοντομάνικα. Τα παντελόνια στους «σωστούς» γάντζους –εκείνους με το λαστιχάκι που δεν τα αφήνει να γλιστρήσουν–, οι μπλούζες και τα πουλόβερ διπλωμένα σύμφωνα με την εποχή και πάντα με τον τρόπο που θεωρεί εκείνη σωστό. 

Τα εσώρουχα τοποθετούνται σε οργανωτές συρταριών με χωριστά διαμερίσματα: τα σλιπ από τη μεριά της, τα μποξεράκια από τη μεριά του, όλα τακτοποιημένα, διπλωμένα και ταξινομημένα ανά χρώμα, ώστε να βρίσκονται εύκολα. Οι κάλτσες τους είναι επίσης ζευγαρωμένες και διαχωρισμένες σε μακριές και κοντές, προσαρμοσμένες στα ρούχα και τα παπούτσια που φορούν.

Οι οργανωτές αυτοί, όταν δεν χρησιμοποιούνται, διπλώνονται σε μικρά ορθογώνια που χωράνε εύκολα μέσα σε συρτάρια ή ντουλάπες, εξοικονομώντας χώρο και διατηρώντας την τάξη.

Η ίδια αυστηρή τάξη ισχύει και στην κουζίνα: τα πιάτα χωρισμένα –βαθιά, ρηχά, μικρά–, οι κατσαρόλες ταξινομημένες ανάλογα με τη χρήση, τα ποτήρια πάντα αναποδογυρισμένα για να μην μπαίνει σκόνη, με τα χερούλια όλα στραμμένα προς την ίδια κατεύθυνση και, αν είναι δυνατόν, χωρισμένα και ανά ύψος. Όλα τακτοποιημένα σαν βιτρίνα καταστήματος. Και φυσικά, κάθε αντικείμενο που χρησιμοποιείται πρέπει να επιστρέφει ακριβώς στη θέση του.

Ο σύζυγος, όμως, λειτουργεί διαφορετικά. Πρέπει να κρεμάσει ένα παντελόνι; Θα το βάλει στον πρώτο άδειο γάντζο που θα βρει –ακόμα κι αν είναι αυτός για τα πουκάμισα–. Θέλει ένα εσώρουχο; Παρότι ξέρει πού βρίσκονται τα σλιπ και τα μποξεράκια, θα τα τραβήξει όλα έξω και θα τα ξαναβάλει όπως να ’ναι, χωρίς να τα διπλώσει. Το ίδιο κάνει και με τις κάλτσες και με τις μπλούζες, που συχνά τις αφήνει απλώς πάνω από τα πουλόβερ.

Στην αρχή, αυτή η «αταξία» συγχωρείται από τη γυναίκα, από αγάπη και κατανόηση. Όμως με τον καιρό γίνεται πηγή συνεχών καβγάδων. Για εκείνη, η τάξη σημαίνει αρμονία, σεβασμός στους ρόλους, κοινές αξίες και ρυθμούς· δεν αντέχει να βλέπει αυτά να καταρρέουν καθημερινά.

Από την άλλη πλευρά, όμως, ο άντρας δεν συμπεριφέρεται έτσι από ασέβεια. Για εκείνον, η «αταξία» του είναι ένα είδος προσωπικής τάξης μέσα στην οποία βρίσκει ό,τι χρειάζεται.

Πίσω από την τάξη και την αταξία δεν κρύβονται μόνο συνήθειες, αλλά πραγματικές ψυχολογικές ανάγκες. Για κάποιους ανθρώπους, η τάξη σημαίνει ασφάλεια: «Αν το σπίτι μου είναι σε τάξη, τότε και η ζωή μου είναι σε τάξη». Για άλλους, η αταξία δεν είναι χάος, αλλά ελευθερία: αυθορμητισμός, δημιουργικότητα, αυθεντικότητα.

Κι όταν αυτές οι δύο τόσο διαφορετικές οπτικές συναντιούνται στο ίδιο σπίτι, αρχίζει το βραχυκύκλωμα. Εκείνος που αγαπά την τάξη βλέπει την αταξία σαν απειλή. Εκείνος που νιώθει καλά στην αταξία βιώνει την επιβεβλημένη τάξη σαν φυλακή.

Το να βρεθεί συμβιβασμός σημαίνει να καταλάβουν και οι δύο ότι η απόλυτη τάξη δεν υπάρχει και ότι η απόλυτη ελευθερία μπορεί να πληγώσει. Η πραγματική πρόκληση είναι να αναγνωρίσουν πως κανένας δεν έχει το «δίκιο» με το μέρος του: είναι απλώς δύο διαφορετικοί τρόποι για να νιώθει κανείς ασφαλής.

Εξωτερική τάξη ενάντια σε εσωτερική αταξία (και το αντίστροφο)

Η εξωτερική εικόνα ενός χώρου δεν είναι πάντα καθρέφτης της εσωτερικής του αρμονίας. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η τάξη που βλέπουμε γύρω μας αντανακλά και την ψυχική ή συναισθηματική τάξη μέσα στο σπίτι ή στη σχέση.

Υπάρχουν ζευγάρια που ζουν σε σπίτια άψογα: κάθε αντικείμενο στη θέση του, τα έπιπλα σαν να βγήκαν από περιοδικό, τίποτα εκτός σειράς. Στα μάτια των άλλων, φαίνονται τέλειοι. Όμως, πίσω από αυτήν την εικόνα, μπορεί να κρύβονται εντάσεις, κακίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, θυμοί που δεν εκφράστηκαν. Μια τάξη που είναι περισσότερο για να εντυπωσιάζει τον κόσμο παρά για να χτίζει αληθινή οικειότητα.

Αντίθετα, υπάρχουν ζευγάρια που ζουν μέσα στην αταξία: ρούχα σε στοίβες, πιάτα στον νεροχύτη, αντικείμενα σκορπισμένα παντού. Κι όμως, πίσω από αυτό το χάος, μπορεί να υπάρχει μια πραγματική συντροφικότητα, μια σχέση όπου η αγάπη και η κατανόηση είναι πιο δυνατές από την ανάγκη για τέλεια εικόνα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η αταξία είναι πάντα σημάδι ευτυχίας ούτε ότι η τάξη είναι απαραίτητα ψεύτικη, μια μάσκα. Σημαίνει απλώς ότι αυτό που βλέπουμε δεν λέει ποτέ όλη την αλήθεια. Η πιο σημαντική «τάξη» ή «αταξία» είναι εκείνη που κουβαλούν οι άνθρωποι μέσα τους.

Κάποιες φορές, αυτό που μας κάνει να νιώθουμε ένα σπίτι «τακτοποιημένο» ή «χαοτικό» δεν έχει σχέση με το πού βρίσκονται τα αντικείμενα, αλλά με το συναίσθημα που μας μεταδίδει ο χώρος.

Μου έχει τύχει να επισκεφτώ το σπίτι μιας φίλης όπου η τάξη ήταν λίγο παραμελημένη: μερικά πιάτα άπλυτα, μια κούπα καφέ χωρίς πιατάκι, πράγματα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Δεν ήταν αμέλεια· ήταν το αποτέλεσμα της γεμάτης της ζωής. Δούλευε έξω από το σπίτι και, όταν επέστρεφε κουρασμένη, δεν είχε πάντα την ενέργεια να τακτοποιεί όπως θα ήθελε.

Μια άλλη φίλη μου, επίσης εργαζόμενη, κατάφερνε παρ’ όλα αυτά να διατηρεί το σπίτι της πάντα πεντακάθαρο, σχεδόν τέλειο σε κάθε λεπτομέρεια.

Κι όμως, όσοι τις επισκέπτονταν παρατηρούσαν μια τεράστια διαφορά: στο «λιγότερο τακτοποιημένο» σπίτι ένιωθες άνετα. Ήταν ένα σπίτι ζωντανό, φιλόξενο, που σε έκανε να αισθάνεσαι κομμάτι της καθημερινότητάς του. Δεν είχε σημασία αν ο καφές ερχόταν σε κούπα που δεν ταίριαζε με τίποτα. Υπήρχε μια ζεστασιά που σε αγκάλιαζε.

Στο τέλειο σπίτι, αντίθετα, υπήρχε μια διαφορετική ατμόσφαιρα: σχεδόν φόβος να αγγίξεις κάτι, να μην αφήσεις σημάδι, να μη χαλάσεις την εικόνα. Ένας χώρος όμορφος αλλά «στείρος», χωρίς ελαφρότητα και χωρίς αληθινή ζωντάνια.

Αυτή η διαφορά δείχνει ότι δεν είναι η ίδια η τάξη που μας κάνει να νιώθουμε καλά, αλλά το νόημα που κουβαλάει. Λίγη αταξία μπορεί να σημαίνει ζωή, κίνηση, φιλοξενία· υπερβολική τάξη μπορεί να γίνει απόσταση, ψυχρότητα, φόβος του λάθους.

Κι αυτό που συμβαίνει σε αυτά τα δύο σπίτια αντικατοπτρίζει, στην πραγματικότητα, ό,τι μπορεί να συμβαίνει και μέσα σε μια σχέση.

Ο «πιο τακτικός» σύντροφος μπορεί να μετατρέψει το σπίτι σε έναν τέλειο αλλά άκαμπτο χώρο, όπου ο άλλος νιώθει ότι ζει υπό συνεχή έλεγχο, σαν φιλοξενούμενος που πρέπει να κινείται με προσοχή.

Ο «λιγότερο τακτικός» σύντροφος μπορεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον πιο απλό και ατελές, αλλά συχνά πιο ανθρώπινο, πιο ζεστό, όπου ο άλλος νιώθει ελεύθερος να είναι ο εαυτός του.

Κι όταν αυτοί οι δύο κόσμοι συναντιούνται κάτω από την ίδια στέγη, η ερώτηση γίνεται: πώς βρίσκεις την ισορροπία ανάμεσα στην τάξη που προσφέρει ασφάλεια και στην αταξία που επιτρέπει να αναπνέεις;

Γιατί αν η τάξη υπάρχει μόνο για να ελέγχει και η αταξία γίνεται απλώς αμέλεια, τότε το σπίτι παύει να είναι καταφύγιο και μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Αλλά όταν και οι δύο μάθουν να «ανακατεύουν» τους τρόπους τους, μπορούν να φτιάξουν έναν χώρο που δεν είναι ούτε τέλειος ούτε χαοτικός, αλλά ζεστός και φιλόξενος και για τους δύο.

Οι κοινωνικές προσδοκίες – Η τάξη που επιβάλλεται

Η κοινωνία αγαπάει τα «τακτοποιημένα» ζευγάρια. Αυτά που φαίνονται να έχουν τους ρόλους τους ξεκάθαρους, το σπίτι τους στην εντέλεια, τη ζωή τους «όπως πρέπει». Μια τέτοια οικογένεια θεωρείται «παράδειγμα προς μίμηση». Όμως, πίσω από αυτήν την εικόνα, πολλές φορές κρύβεται μια πραγματικότητα λιγότερο ρομαντική: για να κρατήσουν αυτήν τη βιτρίνα, οι άνθρωποι μέσα της μπορεί να νιώθουν ότι ασφυκτιούν.

Η τάξη, όταν γίνεται κοινωνική απαίτηση, παύει να είναι επιλογή και μετατρέπεται σε υποχρέωση. Και τότε χάνει το νόημά της. Δεν είναι πια τάξη που σε κάνει να νιώθεις ασφαλής· είναι τάξη που σε παρακολουθεί, που σε κρίνει, που σε φυλακίζει.

Από την άλλη, η αταξία μπορεί να γίνει μια μορφή αντίστασης. Ένα σπίτι πιο χαοτικό, μια σχέση που δεν συμμορφώνεται με τους «κανόνες», μπορεί να είναι ένας τρόπος να πεις: «Είμαστε έτσι. Και δεν ντρεπόμαστε γι’ αυτό. Και όποιος μας αγαπάει, μας δέχεται όπως είμαστε, χωρίς κριτική».

Υπάρχει και μια πολιτισμική διάσταση σε αυτό. Σε πολλές κοινωνίες, η τάξη του σπιτιού συνδέεται με την εικόνα της «καλής συζύγου» και της «σεβαστής οικογένειας». Ένα καθαρό και περιποιημένο σπίτι μοιάζει να δηλώνει: «Κοιτάξτε πόσο σωστά τα κάνουμε όλα.»

Αλλού η καθημερινότητα μπορεί να είναι πιο αυθόρμητη, πιο χαλαρή, κι έτσι η αταξία να γίνεται λίγο πιο ανεκτή. Όμως οι κοινωνικές πιέσεις παραμένουν: η «τέλεια γυναίκα» πρέπει να έχει το σπίτι της σε τάξη, να τα προλαβαίνει όλα, να δείχνει ότι «τα έχει υπό έλεγχο». Αλλάζει η μορφή, η λογική όμως παραμένει ίδια.

Στο τέλος, όπου κι αν ζει κανείς, το ερώτημα είναι πάντα το ίδιο: ποιανού είναι τελικά αυτή η τάξη; Είναι για να νιώθουν καλύτερα εκείνοι που ζουν μέσα στο σπίτι ή για να ικανοποιούν τα μάτια εκείνων που το κοιτούν απ’ έξω;

Όταν η τάξη γίνεται ψυχρή και η αταξία καταστροφική

Η τάξη είναι κάτι όμορφο όταν σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια και ηρεμία. Αλλά όταν φτάνει στα άκρα, μπορεί να γίνει φυλακή. Ένα σπίτι που λάμπει από καθαριότητα, όπου όλα είναι στην εντέλεια, μπορεί στην πραγματικότητα να κρύβει μια σχέση που έχει χάσει τη ζεστασιά της. Όλα είναι «σωστά», αλλά τίποτα δεν είναι ζωντανό. Είναι μια τάξη που παγώνει την ατμόσφαιρα, που δεν αφήνει χώρο για αυθορμητισμό, για γέλιο, για λάθη.

Από την άλλη, η αταξία είναι υπέροχη όταν φέρνει ελευθερία, χαλάρωση, μια αίσθηση ότι «εδώ μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας». Αλλά κι αυτή, όταν ξεφεύγει, γίνεται πρόβλημα. Όταν το χάος καταπίνει τα πάντα, παύει να είναι ελευθερία και αρχίζει να μοιάζει με αδιαφορία. Δεν είναι πια «ζωντάνια», είναι έλλειψη σεβασμού, ακόμη και διάλυση της εμπιστοσύνης, είναι μια καθημερινότητα που σε κουράζει και σε φθείρει.

Μια υγιής σχέση δεν διαλέγει στρατόπεδο. Δεν είναι ούτε «τέλεια τακτοποιημένη» ούτε «εντελώς χαοτική». Είναι κάτι πιο ευέλικτο: ένα ζευγάρι που μαθαίνει να χορεύει ανάμεσα στα δύο. Μια μέρα χρειάζεται τάξη για να νιώσει σταθερότητα· την επόμενη χρειάζεται λίγη αταξία για να αναπνεύσει.

Αυτό το μείγμα – η ισορροπία ανάμεσα στη δομή και την ελευθερία – είναι που κάνει μια σχέση πραγματικά ζωντανή. Δεν είναι ποτέ τέλεια, αλλά είναι αληθινή.

Ένας χώρος για τον καθένα – και λίγες καλές συνήθειες

Ίσως να είχε αξία να γυρίσουμε λίγο πίσω στον χρόνο, σε μια παλιά συνήθεια που σήμερα φαίνεται ξεπερασμένη: τα ξεχωριστά υπνοδωμάτια για τους συζύγους. Κάποτε ήταν πολυτέλεια που την απολάμβαναν μόνο οι εύποροι, αλλά αν το σκεφτεί κανείς, αυτή η ιδέα κρύβει πολλά πλεονεκτήματα.

Φανταστείτε ο καθένας να έχει τον δικό του χώρο. Η γυναίκα, μετά από μια κουραστική μέρα, να μπορεί να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι στρωμένο όπως της αρέσει, χωρίς κανείς να της το ανακατεύει. Να βλέπει άνετα την αγαπημένη της ταινία χωρίς να της αλλάζει κανείς το κανάλι κάθε δύο λεπτά, και χωρίς να θυσιάζει τη ρομαντική της βραδιά για ένα ποδοσφαιρικό ματς.

Και ο άντρας; Θα είχε κι εκείνος το δικό του βασίλειο. Κανείς δεν θα του έλεγε «στρώσε το κρεβάτι σου» ή δεν θα το έκανε για εκείνον. Θα έβρισκε το πιτζάμά του κάτω από το κρεβάτι – εκεί που το άφησε – και θα ήξερε ακριβώς πού να το ψάξει. Θα ζούσε στο δικό του «σύστημα», χωρίς να παρεμβαίνει κανείς.

Δεν είναι μόνο το οπτικό κομμάτι που αλλάζει, αλλά και το ψυχολογικό. Το να αποκοιμιέσαι μέσα στη δική σου τάξη ή αταξία δίνει μια αίσθηση ηρεμίας, σεβασμού και ελευθερίας. Και, φυσικά, όταν υπάρχει διάθεση για τρυφερότητα; Πολύ απλό: μια φορά στο δωμάτιο της μίας πλευράς, την άλλη φορά στο δωμάτιο της άλλης.

Το ίδιο ισχύει και για μικρές, κοινές συνήθειες που μπορούν να κάνουν τη ζωή πιο εύκολη και πιο υγιεινή. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη συνήθεια να βγάζουμε τα παπούτσια μόλις μπαίνουμε στο σπίτι και να φοράμε παντόφλες. Ένα τόσο μικρό πράγμα δείχνει σεβασμό σε αυτόν που καθάρισε το πάτωμα, αλλά είναι και πιο υγιεινό: λιγότερη βρωμιά, λιγότερα μικρόβια. Αν κάθε μέλος της οικογένειας είχε τις παντόφλες του στην είσοδο και τις φορούσε πριν προχωρήσει μέσα, το σπίτι θα ήταν όχι μόνο καθαρότερο, αλλά και πιο φιλόξενο.

Μερικές φορές η ευτυχία κρύβεται σε αυτές τις απλές λεπτομέρειες: στο να έχεις τον δικό σου χώρο και στο να μοιράζεσαι μικρές καλές συνήθειες που κάνουν τη ζωή πιο αρμονική.

Τα αντίθετα έλκονται ή οι όμοιοι ταιριάζουν καλύτερα;

Στις σχέσεις συχνά ακούμε πως «τα αντίθετα έλκονται». Είναι μια φράση που κρύβει αλήθεια, αλλά και παγίδες. Πράγματι, όταν δύο άνθρωποι έχουν διαφορετικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, μπορούν να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Ο ένας μπορεί να προσφέρει στον άλλον ό,τι του λείπει, και έτσι η σχέση γίνεται πιο ισορροπημένη.

Για παράδειγμα, αν ο ένας έχει την ανάγκη της τάξης και της οργάνωσης, ενώ ο άλλος απολαμβάνει τη χαλαρότητα και την ελευθερία της αταξίας, μπορεί να δημιουργηθεί μια ισορροπία που αποτρέπει την υπερβολή και την καταπίεση. Κανένας δεν επιμένει υπερβολικά στο δικό του τρόπο, γιατί βλέπει την αξία και την οπτική του άλλου. Αυτό βοηθά την σχέση να μην κολλήσει σε ακραίες συμπεριφορές και να μην καταλήξει σε διαμάχες.

Από την άλλη, πολλοί πιστεύουν πως οι όμοιοι ταιριάζουν καλύτερα. Όταν δύο άνθρωποι έχουν παρόμοιες συνήθειες, αντιλήψεις και τρόπους ζωής, η καθημερινότητα μπορεί να κυλάει πιο ήρεμα, χωρίς συγκρούσεις. Αν και αυτό μπορεί να είναι πιο εύκολο, κινδυνεύει να γίνει μονοτονία, όπου λείπει η πρόκληση και η δυνατότητα να μεγαλώσεις μέσα από τη διαφορετικότητα.

Τι συμβαίνει όμως αν και οι δύο στην ίδια σχέση είναι «μανιακοί της τάξης» ή αντίθετα, «φυσιολογικά ακατάστατοι»; Μπορεί να αποφύγουν τις διαφωνίες που προκύπτουν από διαφορετικές συνήθειες, όμως ίσως να στερούνται τη δυναμική που φέρνει η αντίθεση — την αλλαγή, την πρόοδο, τη διεύρυνση των ορίων.

Έτσι, η μεγάλη ερώτηση παραμένει: ποιο είναι το πιο υγιές και λειτουργικό; Να είναι τα ζευγάρια παρόμοια ή αντίθετα; Ίσως η απάντηση να μην είναι απόλυτη. Ίσως το μυστικό να βρίσκεται στην αποδοχή και το σεβασμό — είτε στην ομοιότητα είτε στη διαφορά. Στο τέλος, η σχέση που πραγματικά αντέχει είναι εκείνη που επιτρέπει και στους δύο να είναι ο εαυτός τους, χωρίς να νιώθουν καταπιεσμένοι ή αδικημένοι.

Συμπέρασμα – Η πραγματική ερώτηση

Στο τέλος, το ερώτημα παραμένει: για ποιον είναι όλη αυτή η τάξη και η αταξία; Για τους ίδιους τους ανθρώπους που ζουν στο σπίτι ή για τα μάτια των άλλων που το κοιτούν απ’ έξω;

Ίσως μια ευτυχισμένη σχέση να μην είναι ούτε «τακτοποιημένη» ούτε «ακατάστατη». Ίσως να είναι απλώς ζωντανή. Να έχει στιγμές όπου η τάξη φέρνει ηρεμία και ασφάλεια, αλλά και στιγμές όπου η αταξία φέρνει ανάσα και ελευθερία.

Γιατί, αν το σκεφτούμε καλά, μια πραγματική σχέση μοιάζει με ένα πουκάμισο που μόλις σιδερώθηκε: στην αρχή είναι τέλειο, αλλά αργά ή γρήγορα θα τσαλακωθεί. Και αυτό είναι το φυσιολογικό. Αυτή η μικρή «ατέλεια» είναι που δείχνει ότι το πουκάμισο φοριέται, ότι η ζωή προχωράει και ότι η σχέση αναπνέει.

Και, τελικά, αυτό δεν είναι που μετράει; Όχι να φαίνεται τέλεια, αλλά να είναι αληθινή.