Ροζ φιόγκος, γαλάζιος φιόγκος
Από την κούνια μέχρι τον τάφο, το φύλο δεν είναι μόνο ταυτότητα – είναι ρόλος που πρέπει να φαίνεται. Όπως το χρώμα του δέρματος. Όπως όλα όσα μας χωρίζουν.
Όλοι μας
έχουμε δει το σκηνικό: έξω από το μαιευτήριο ή το σπίτι, ένας φιόγκος. Ροζ αν
γεννήθηκε κορίτσι. Γαλάζιος αν είναι αγόρι. Φαίνεται κάτι τρυφερό, χαριτωμένο,
σχεδόν αυτονόητο. Όμως πίσω από αυτή την επιλογή χρώματος κρύβεται μια μακρά
και σύνθετη διαδρομή, γεμάτη πολιτισμικά μηνύματα, κοινωνικούς συμβολισμούς και
ψυχολογικές υποδηλώσεις.
Πότε και
γιατί αποφασίσαμε πως το ροζ σημαίνει κορίτσι και το γαλάζιο αγόρι; Ποιοι
έκαναν αυτή την επιλογή για λογαριασμό μας; Τι αποκαλύπτει αυτή η χρωματική σύμβαση
για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το φύλο, τη θρησκεία, την κοινωνία; Και
κυρίως: γιατί συνεχίζουμε να την αναπαράγουμε σχεδόν μηχανικά, μέχρι και
σήμερα;
Ας
ξετυλίξουμε μαζί το κουβάρι αυτής της συνήθειας, με χρονολογική σειρά, σαν να
ξεφυλλίζουμε ένα πολιτισμικό άλμπουμ. Από τη γέννησή της, τα πρώτα της βήματα,
την ενηλικίωσή της, ως τη σύγχρονη αμφισβήτησή της.
Τα πρώτα
χρόνια: όλα λευκά
Πριν από τον
20ό αιώνα, τα βρέφη ντύνονταν αποκλειστικά στα λευκά. Το λευκό ήταν το σύμβολο
της αγνότητας, της καθαριότητας και της ουδετερότητας. Δεν υπήρχε ανάγκη να
ξεχωρίσει κανείς το φύλο – άλλωστε τα περισσότερα ρούχα ήταν κοινά. Οι
κοινωνίες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επιβίωση του παιδιού, παρά για τη
χρωματική ταυτότητά του.
Το χρώμα,
λοιπόν, δεν είχε ακόμη προορισμό φύλου. Κι εδώ μπαίνει το πρώτο μεγάλο ερώτημα:
αν δεν ήταν απαραίτητο τότε, γιατί έγινε τόσο "απαραίτητο"
αργότερα;
Οι πρώτες αποχρώσεις – και το αρχικό μπέρδεμα
Στα τέλη του
19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα χρώματα
στα παιδικά ρούχα. Όμως, όχι με τον τρόπο που νομίζουμε. Σε πολλές ευρωπαϊκές
χώρες, όπως και στις ΗΠΑ, το ροζ συνδεόταν με τα αγόρια και το
γαλάζιο με τα κορίτσια. Το ροζ, ως πιο έντονο και "ανδρικό" χρώμα
– παραλλαγή του δυναμικού κόκκινου – θεωρούταν κατάλληλο για τα αγόρια. Το
γαλάζιο, απαλό και ουράνιο, θεωρούταν ταιριαστό με τη θηλυκότητα, με αναφορές
ακόμα και στη χρωματική απεικόνιση της Παναγίας στη χριστιανική παράδοση.
Η κοινωνία
βρισκόταν μπροστά σε μια αντιστροφή απ’ αυτήν που θεωρούμε σημερινή
«κανονικότητα». Αυτό δείχνει πως η επιλογή των χρωμάτων δεν ήταν ποτέ
φυσική, αλλά πολιτισμική.
Η εποχή του marketing – και η μετάβαση
Η οριστική
στροφή έγινε σταδιακά, κυρίως μέσα από τη βιομηχανία των παιδικών ειδών. Στις
δεκαετίες του 1920-1940, τα περιοδικά μητρότητας και οι διαφημίσεις άρχισαν να
καθιερώνουν – σιωπηλά αλλά αποτελεσματικά – τη νέα χρωματική ταυτότητα. Το ροζ
για κορίτσια. Το γαλάζιο για αγόρια.
Γιατί έγινε
αυτό;
Γιατί η
αγορά χρειαζόταν διαχωρισμό. Αν τα ρούχα, τα παιχνίδια και τα
αντικείμενα είχαν φύλο, τότε οι γονείς θα έπρεπε να τα αγοράζουν ξεχωριστά για
κάθε παιδί. Ένα κορίτσι δεν μπορούσε να κληρονομήσει γαλάζια ρούχα. Ένα αγόρι
δεν μπορούσε να παίξει με ροζ κούκλες. Η διάκριση έγινε εμπόρευμα.
Ψυχολογία των χρωμάτων και η εκπαίδευση των συναισθημάτων
Καθώς αυτή η
τάση παγιωνόταν, η επιστήμη προσπάθησε να τη «δικαιολογήσει». Ψυχολόγοι του
20ού αιώνα άρχισαν να μελετούν την επίδραση των χρωμάτων. Το ροζ, έλεγαν,
ηρεμεί – είναι τρυφερό, απαλό, θηλυκό. Το γαλάζιο προκαλεί αίσθημα σιγουριάς,
ψυχραιμίας, ανδρισμού.
Όμως αυτές
οι εξηγήσεις δεν προηγήθηκαν της πρακτικής – ακολούθησαν. Η κοινωνία
πρώτα εφάρμοσε τον διαχωρισμό, και μετά έψαξε θεωρίες για να τον επιβεβαιώσει.
Η κοινωνιολογική διάσταση: το φύλο ως ρόλος, όχι βιολογία
Αυτός ο
διαχωρισμός δεν έμεινε μόνο στον φιόγκο ή το χρώμα της κούνιας. Επεκτάθηκε στα
παιχνίδια, στα βιβλία, στην παιδική γλώσσα. Τα αγόρια μάθαιναν να είναι
"δυνατά" και "γενναία". Τα κορίτσια "γλυκά" και
"ήσυχα". Και όλα αυτά ξεκινούσαν από το πρώτο χρώμα που τύπωνε η
κοινωνία πάνω τους.
Το φύλο
έγινε αφήγηση – και τα χρώματα ήταν οι πρώτες λέξεις της.
Παγκόσμια επιρροή και πολιτισμικές παραλλαγές
Η πρακτική
του ροζ και του γαλάζιου δεν περιορίστηκε στη Δύση. Διαδόθηκε σχεδόν παντού –
σε χώρες με διαφορετικές θρησκείες, γλώσσες και αξίες. Σε ορισμένες κοινωνίες,
όπως η Ιαπωνία ή η Ινδία, υπήρξαν διαφορετικές αποχρώσεις, αλλά η βασική λογική
του έμφυλου χρώματος παρέμεινε.
Η
παγκοσμιοποίηση έκανε τον φιόγκο παγκόσμιο σύμβολο φύλου.
Οι πρώτες ρωγμές – και η αμφισβήτηση
Στα τέλη του
20ού αιώνα, η φεμινιστική σκέψη και η μελέτη των έμφυλων ταυτοτήτων άρχισαν να
αμφισβητούν αυτή τη χρωματική κωδικοποίηση. Γονείς, παιδαγωγοί και επιστήμονες
άρχισαν να υποστηρίζουν πως τα παιδιά δεν πρέπει να δέχονται
"ετικέτες" πριν καλά-καλά περπατήσουν.
Γεννήθηκαν
έτσι τα "gender-neutral" προϊόντα, τα ρούχα χωρίς χρώμα, τα παιχνίδια
χωρίς φύλο. Όμως ακόμα και σήμερα, η πλειοψηφία συνεχίζει να επιλέγει τον
παραδοσιακό φιόγκο – είτε από συνήθεια, είτε από φόβο να απορρίψει μια
παράδοση.
Τι λέει τελικά ένας φιόγκος;
Ο ροζ και ο
γαλάζιος φιόγκος δεν είναι απλώς διακοσμητικά. Είναι σύμβολα. Μιλούν για τον
τρόπο που βλέπουμε τα παιδιά, τον ρόλο των φύλων, τις προσδοκίες που φορτώνουμε
πάνω σε ένα βρέφος πριν καν αποκτήσει φωνή.
Δεν
πρόκειται για πόλεμο χρωμάτων. Πρόκειται για συνειδητοποίηση. Για ερωτήματα.
Για το αν θέλουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν βλέποντας τον κόσμο μέσα από ένα
συγκεκριμένο χρωματικό φίλτρο, ή να τον ζωγραφίζουν με τα δικά τους χρώματα.
Και ίσως
τελικά, το μόνο που χρειάζονται είναι ένας φιόγκος... με την επιλογή τους.
Η διάκριση ανάμεσα στο ροζ και στο γαλάζιο φιόγκο, ήδη από τη στιγμή της
γέννησης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πρώτο σημάδι μιας διαδρομής κατά την
οποία το φύλο θα προβάλλεται συνεχώς μέσω εξωτερικών στοιχείων. Αυτή η τάση για
διαφοροποίηση δεν σταματά στον φιόγκο· συνεχίζεται με συνέπεια και αυστηρότητα
μέσα από το ντύσιμο.
Τα ρούχα ως
σύμβολο ταυτότητας φύλου
Από τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού, το
φύλο του αποτυπώνεται με σαφήνεια μέσα από το είδος, τα χρώματα και τα μοτίβα
των ρούχων του. Το βρέφος που φορά ένα κορμάκι με δαντέλες, φρου, φρου και
καρδούλες προορίζεται να αναγνωριστεί ως κορίτσι. Αντιθέτως, το βρέφος με μπλε
μπλουζάκι που γράφει "strong like daddy" ή έχει σχέδιο αυτοκίνητο,
καθορίζεται ως αγόρι. Δεν έχει σημασία τι είναι στην πραγματικότητα αυτό το
παιδί, ούτε ποιος θα γίνει μεγαλώνοντας· έχει σημασία πώς θα φανεί προς τα έξω.
Αυτός ο κώδικας ενδυματολογικής διαφοροποίησης
δεν είναι τυχαίος. Έχει τις ρίζες του σε αιώνες στερεοτυπικών πεποιθήσεων,
σύμφωνα με τις οποίες η γυναίκα πρέπει να είναι απαλή, ευγενική, στολισμένη,
"όμορφη" — και τα ρούχα της να το υπογραμμίζουν. Ο άνδρας, από την
άλλη, πρέπει να αποπνέει δυναμισμό, σταθερότητα, απλότητα — και φυσικά, να
ντύνεται ανάλογα.
Αυτός ο διχασμός εκτείνεται και στην παιδική
ηλικία: κοριτσάκια με φορεματάκια, κολάν, φουστίτσες, λουλουδάκια, γκλίτερ,
φιόγκους, ενώ τα αγοράκια κυκλοφορούν με τζιν, φούτερ, παπούτσια "για
τρέξιμο", μπλούζες με δεινόσαυρους ή ήρωες κόμικς. Οι γονείς, συνειδητά ή
ασυνείδητα, επιβάλλουν από νωρίς αυτή την "ανάγνωση" του φύλου, συχνά
χωρίς να αναρωτηθούν αν υπάρχει άλλος δρόμος.
Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και σε εποχές
όπου συζητείται η ρευστότητα φύλου και η αποδοχή διαφορετικών εκφράσεων
ταυτότητας, η αγορά συνεχίζει να παράγει και να προωθεί ρούχα «για κορίτσια»
και ρούχα «για αγόρια», χωρίζοντας τμήματα στα καταστήματα, χρωματικούς
κώδικες, ακόμα και περιγραφές προϊόντων. Η κοινωνία, λοιπόν, όχι μόνο δεν
καταργεί τα σύνορα, αλλά τα ενισχύει με νήματα υφασμάτων.
Και το ερώτημα παραμένει: γιατί η φούστα να
είναι "θηλυκή" και το παντελόνι "ανδρικό"; Ποιος όρισε ότι
το ροζ είναι γλυκό και το μπλε δυναμικό; Πώς γίνεται η επιλογή ενός ρούχου να
φέρει μαζί της ένα τέτοιο φορτίο προσδοκιών, χαρακτηρισμών και κοινωνικών
εντολών;
Αυτή η προσκόλληση στην ενδυματολογική δυαδικότητα δεν αφήνει περιθώρια εξερεύνησης. Το παιδί που θέλει να φορέσει κάτι "αταίριαστο" για το φύλο του, συχνά δέχεται σχόλια, ειρωνεία ή ακόμη και αποδοκιμασία. Κι όμως, ένα παντελόνι είναι απλώς παντελόνι. Ένα ύφασμα. Όμως η κοινωνία το έχει μετατρέψει σε σύμβολο. Και με τα σύμβολα δεν παίζει.
Η διάκριση ανάμεσα στο ροζ και στο γαλάζιο φιόγκο, ήδη από τη στιγμή της γέννησης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πρώτο σημάδι μιας διαδρομής κατά την οποία το φύλο θα προβάλλεται συνεχώς μέσω εξωτερικών στοιχείων. Αυτή η τάση για διαφοροποίηση δεν σταματά στον φιόγκο· συνεχίζεται με συνέπεια και αυστηρότητα μέσα από το ντύσιμο.
Τα ρούχα ως σύμβολο ταυτότητας φύλου
Από τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού, το φύλο του αποτυπώνεται με σαφήνεια μέσα από το είδος, τα χρώματα και τα μοτίβα των ρούχων του. Το βρέφος που φορά ένα κορμάκι με δαντέλες, φρου φρου και καρδούλες προορίζεται να αναγνωριστεί ως κορίτσι. Αντιθέτως, το βρέφος με μπλε μπλουζάκι που γράφει "strong like daddy" ή έχει σχέδιο αυτοκίνητο, καθορίζεται ως αγόρι.
Όμως η ενδυματολογική ταυτότητα φύλου έχει μια πολύ παλαιότερη και πολύ πιο σύνθετη ιστορία. Σε αρχαίες κοινωνίες, η διάκριση δεν ήταν τόσο απόλυτη. Οι άντρες φορούσαν χιτώνες, μακριά ενδύματα, ή ρόμπες – όπως στην αρχαία Ελλάδα ή τη Ρώμη – χωρίς αυτό να θεωρείται θηλυπρεπές. Στη Σκωτία, ο παραδοσιακός ανδρικός κιλτ, μια πλισέ φούστα με καρό σχέδιο, είναι σύμβολο ανδρισμού, παράδοσης και εθνικής υπερηφάνειας. Κανείς δεν τολμά να πει σε έναν Σκωτσέζο με κιλτ πως "φορά φούστα".
Η σημερινή ταύτιση του παντελονιού με τον άντρα είναι αποτέλεσμα πολιτισμικών μετατοπίσεων που καθιέρωσαν το παντελόνι ως ένδυμα εργασίας, εξουσίας και αυστηρότητας. Δεν είναι τυχαίο πως η φράση «ποιος φορά τα παντελόνια στο σπίτι;» σημαίνει ποιος έχει τον έλεγχο, ποιος κάνει κουμάντο. Η γυναίκα, για αιώνες, αποκλείστηκε από το να φορά παντελόνια – όχι επειδή δεν την βόλευαν ή δεν της άρεσαν, αλλά επειδή αυτά συμβόλιζαν εξουσία, πρακτικότητα, ελευθερία κινήσεων. Κι αυτά δεν θεωρούνταν για τις γυναίκες.
Χρειάστηκε θάρρος και... μερικές τολμηρές πρωτοπόροιες. Μια από τις πρώτες γυναίκες που φόρεσαν παντελόνι στην Αμερική τον 19ο αιώνα ήταν η Amelia Bloomer – τόσο που έδωσε και το όνομά της σε έναν τύπο φαρδιού παντελονιού για γυναίκες, τα λεγόμενα "bloomers". Η κοινωνία τότε τη χλεύασε, όμως το ρεύμα είχε αρχίσει να αλλάζει, αργά και επίπονα.
«Οι πρώτες γυναίκες που αμφισβήτησαν τους κανόνες της γυναικείας ενδυμασίας τον 19ο αιώνα»
Η ένδυση, λοιπόν, δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Είναι πολιτισμικό μήνυμα. Είναι κοινωνική επιβολή. Και συνοδεύεται από μικρές καθημερινές φράσεις που εκπαιδεύουν το παιδί να παραμείνει μέσα στα πλαίσια που του έχουν οριστεί:
«Ποιος φοράει τα παντελόνια εδώ μέσα;» – Η εξουσία είναι αρσενική. «Μην κλαις σαν κοριτσάκι!» – Το συναίσθημα είναι ντροπή για τα αγόρια. «Είσαι σαν αγοράκι!» – Η ελευθερία, η περιπέτεια και η ζωηράδα δεν "ταιριάζουν" σε κορίτσι.
Κάπως έτσι, ένα αγόρι μαθαίνει ότι δεν πρέπει να δείχνει τα συναισθήματά του. Δεν πρέπει να κλαίει, γιατί το κλάμα είναι "αδυναμία" και η αδυναμία... ντροπή. Μαθαίνει να συγκρατεί τα δάκρυά του, να κρύβει τον πόνο του, να πνίγει την ευαισθησία του. Αργότερα στη ζωή του, αυτός ο άντρας μπορεί να υποφέρει ψυχικά, να σωματοποιεί τον συναισθηματικό του καταναγκασμό σε άγχος, ακόμα και σε ασθένεια – απλώς και μόνο επειδή μεγάλωσε με την εντολή να "μην είναι κοριτσάκι".
Αλλά και τα κορίτσια δεν μένουν αλώβητα. Κάθε φορά που ξεφεύγουν από το "θηλυκό" πρότυπο, που ανεβαίνουν σε δέντρα, που παίζουν άγρια, που φωνάζουν ή λερώνουν το φόρεμά τους, κάποιος θα πει: «Σαν αγοροκόριτσο είσαι!» Μια φράση που ακούγεται ακίνδυνη, αλλά λειτουργεί σαν υπενθύμιση: μην ξεχνάς ποια είσαι και πού ανήκεις.
Μήπως τελικά το ροζ και το γαλάζιο θυμίζουν κάτι πολύ πιο σκοτεινό;
Η αυθαίρετη αντιστοίχιση φύλων και χρωμάτων —ροζ για τα κορίτσια, γαλάζιο για
τα αγόρια— δεν είναι παρά ένα παιχνίδι συμβόλων με βαθιά ρίζα στην ανάγκη για
έλεγχο και κατηγοριοποίηση. Όπως ο ρατσισμός ταξινομεί τους ανθρώπους με βάση το
χρώμα του δέρματος, αποδίδοντας αξία ή απαξίωση ανάλογα με το «λευκό» ή το
«έγχρωμο», έτσι και ο έμφυλος διαχωρισμός δίνει στο γαλάζιο (το αρσενικό)
κύρος, δύναμη και εξουσία, ενώ αφήνει το ροζ (το θηλυκό) να συμβολίζει την
ευθραυστότητα, την υποταγή και τη συναισθηματική κατωτερότητα.
Σ’ αυτήν την αφήγηση, η γυναίκα μοιάζει με τον «άλλο» —τον μη λευκό, τον μη
ισχυρό, τον μη αντρικό. Κι αυτό είναι μια μορφή κοινωνικού ρατσισμού που φοράει
ροζ.
Έτσι, με φαινομενικά αθώες λέξεις και ρούχα, ο κόσμος μας εξακολουθεί να
υπενθυμίζει, ακόμα και το 2025, ότι το φύλο είναι πρώτα ρόλος, μετά ταυτότητα.
Και ο ρόλος πρέπει να φαίνεται. Να φοριέται. Να κουβαλιέται. Από τη γέννηση...
ως το τέλος.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το χρώμα του
δέρματος. Εκεί όπου το λευκό μετράει, και το μαύρο όχι. Εκεί όπου το αρσενικό
έχει αξία, και το θηλυκό όχι.
Είναι το ίδιο σχήμα… απλώς με άλλο ένδυμα.