Ο φόβος του θανάτου και η ελπίδα της μετενσάρκωσης
Ένα ταξίδι ανάμεσα στην πίστη, την επιστήμη και την ανθρώπινη ανάγκη.
Η “Κραυγή” του Έντβαρντ Μουνκ: ένα εικαστικό σύμβολο της υπαρξιακής αγωνίας και του φόβου του θανάτου.
Μήπως τελικά όλοι μας κρύβουμε μέσα μας μια βουβή κραυγή σαν εκείνη του Munch;Πόσες φορές αισθανθήκατε έτσι χωρίς να μπορείτε να το εξηγήσετε με λόγια;
Η ιδέα του θανάτου δεν απασχολεί μόνο τους ηλικιωμένους. Είναι μια σκέψη που
μας συνοδεύει σχεδόν από την πρώτη στιγμή που αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε τον
χρόνο, την απώλεια, και τη φθορά γύρω μας — όταν χάνουμε τον πρώτο μας παππού,
το πρώτο κατοικίδιο, ή ακόμη και την παιδική αίσθηση αθανασίας. Όσο είμαστε
νέοι, ο θάνατος μοιάζει μακρινός, σχεδόν φανταστικός. Ανήκει πάντα σε κάποιον άλλον.
Με την πάροδο των χρόνων όμως, όταν οι σιωπές
γίνονται πιο πυκνές, όταν το σώμα αλλάζει και κουράζεται πιο εύκολα, όταν η
υγεία παύει να είναι δεδομένη και η μοναξιά αρχίζει να αποκτά πρόσωπο, τότε η
παρουσία του θανάτου δεν είναι πια αφηρημένη. Δεν χτυπά απλώς την πόρτα.
Μπαίνει μέσα. Και κάθεται απέναντί μας. Κι όσο κι αν προσπαθούμε να τον
αγνοήσουμε, εκείνος περιμένει καρτερικά τη στιγμή που θα τον κοιτάξουμε στα
μάτια.
Σε αυτό το σημείο, οι ερωτήσεις δεν είναι
πλέον φιλοσοφικές. Είναι προσωπικές. Τι υπάρχει μετά; Υπάρχει “μετά”; Ή μήπως
αυτό ήταν όλο; Η πίστη που είχαμε ως παιδιά αρχίζει να τρίζει. Οι βεβαιότητες
γίνονται ερωτήματα. Και κάπου εκεί, γεννιέται ένα νέο μείγμα συναισθημάτων:
φόβος, αμφιβολία, αλλά και μια ήσυχη, επίμονη ελπίδα. Η ελπίδα ότι ίσως, κάτω
από όλα αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα, υπάρχει κάτι ακόμα. Κάτι που δεν τελειώνει
με την τελευταία ανάσα. Κάτι που ίσως αξίζει να ψάξουμε, να αμφισβητήσουμε, ή
να πιστέψουμε — όχι απαραίτητα επειδή έχουμε αποδείξεις, αλλά επειδή το έχουμε
ανάγκη.
Αυτό το άρθρο γράφεται από έναν άνθρωπο – όχι ειδικό. Από κάποιον που φοβάται, που ψάχνει, που ελπίζει. Και που μέσα από αυτό το ταξίδι, ανάμεσα σε επιστημονικά δεδομένα, προσωπικές μαρτυρίες, πνευματικές παραδόσεις και υπαρξιακές αναζητήσεις, επιχειρεί να δώσει χώρο σε ερωτήσεις που συχνά αποφεύγουμε. Όχι για να τις λύσει, αλλά για να τις κάνει πιο οικείες.
Στα νιάτα, ο
θάνατος είναι μια αφηρημένη έννοια. Τον ακούμε, τον βλέπουμε στις ειδήσεις,
αλλά δεν τον αισθανόμαστε. Τον αποδίδουμε στους «άλλους»: στους μεγαλύτερους,
στους άτυχους, στους άγνωστους. Εμείς έχουμε μέλλον. Έχουμε σχέδια, έχουμε σώμα
που αντέχει, όνειρα που απλώνονται μακριά. Ζούμε σαν να είμαστε αθάνατοι — κι
ίσως αυτή η ψευδαίσθηση είναι απαραίτητη για να τολμήσουμε.
Αλλά με τον
χρόνο, το παραμύθι αρχίζει να τρίζει. Το σώμα δεν ανταποκρίνεται όπως παλιά. Οι
πρώτες απώλειες — ενός φίλου, ενός γονέα, ενός αδελφού — μας προσγειώνουν
βίαια. Οι σιωπές μεγαλώνουν. Τα βράδια γίνονται πιο βαριά. Και μέσα σ’ αυτό το
νέο τοπίο, ο θάνατος δεν είναι πια φήμη. Είναι παρουσία. Καθισμένος κάπου στη
γωνία, δεν λέει τίποτα, αλλά είναι εκεί. Περιμένει.
Ο φόβος του θανάτου δεν είναι μόνο φόβος για το τέλος. Είναι φόβος για το τίποτα.
Για το κενό. Για την εξαφάνιση. Είναι η αγωνία ότι όλα αυτά που ζήσαμε — τα
γέλια, οι σχέσεις, τα λάθη, οι αγκαλιές, τα όνειρα — θα χαθούν χωρίς κανένα
ίχνος, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Είναι φόβος για την αφάνεια, τη λήθη,
την εγκατάλειψη. Το σώμα μπορεί να σταματήσει, αλλά η ψυχή — ή το εγώ μας —
επαναστατεί στη σκέψη ότι μπορεί να σβήσει.
Και όσο
περνά ο καιρός, ο φόβος γίνεται πιο προσωπικός. Δεν είναι πια φιλοσοφικό
ερώτημα, αλλά καθημερινή αίσθηση. Όταν βλέπεις το πρόσωπό σου να αλλάζει, όταν
τα γενέθλια πια δεν είναι χαρά αλλά υπενθύμιση χρόνου, όταν οι φίλοι φεύγουν κι
εσύ μένεις πίσω, ο θάνατος γίνεται μέρος της καθημερινότητας. Όχι με τρόμο,
αλλά με βάρος.
Αυτός ο
φόβος δεν είναι πάντα φανερός. Συχνά ντύνεται ως άγχος, κρίσεις πανικού,
αϋπνία, ή και καταναγκαστικές συμπεριφορές. Ο ψυχισμός, αδυνατώντας να αντέξει
το μέγεθος της υπαρξιακής αγωνίας, το μεταφράζει σε πιο «διαχειρίσιμα»
συμπτώματα. Ένας άνθρωπος που δεν μιλά ποτέ για τον θάνατο, μπορεί να τον κουβαλά
στις παύσεις του λόγου, στο βλέμμα του, στις νυχτερινές του ανησυχίες.
Η κοινωνία
μας δεν βοηθά. Αντιθέτως. Ο θάνατος έχει εξοριστεί. Δεν συζητιέται, δεν
διδάσκεται, δεν βιώνεται. Οι κηδείες γίνονται γρήγορες, αποστειρωμένες. Οι
ηλικιωμένοι απομονώνονται. Οι νέοι δεν έρχονται ποτέ σε επαφή με το φυσικό
τέλος της ζωής. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: μην το σκέφτεσαι. Κι όμως, όσο το
αποφεύγεις, τόσο μεγαλώνει μέσα σου.
Ο φόβος, όσο
κι αν είναι βαρύς, έχει λόγο ύπαρξης. Μας θυμίζει ότι είμαστε ζωντανοί. Ότι το
πέρασμά μας δεν είναι αιώνιο — άρα έχει αξία. Ότι κάθε αγκαλιά, κάθε κουβέντα,
κάθε επιλογή έχει σημασία επειδή κάποια στιγμή θα τελειώσει.
Κι ίσως αυτό να είναι και η αφετηρία για μια πιο ουσιαστική ζωή: να μην ζούμε αποφεύγοντας τον θάνατο, αλλά παρά την παρουσία του. Να μην τον φοβόμαστε σαν τέρας στο σκοτάδι, αλλά να τον κοιτάξουμε σαν υπενθύμιση. Μια υπενθύμιση ότι ακόμη έχουμε χρόνο — και ότι αυτός ο χρόνος αξίζει να γεμίσει με κάτι αληθινό.
Κάποτε πίστευα. Με όλη μου την ψυχή. Η προσευχή
ήταν καθημερινή ανάγκη, όχι καθήκον. Η πίστη μου δεν ήταν μόνο μια θεωρία —
ήταν συντροφιά. Με παρηγορούσε τις νύχτες που δεν είχα κανέναν. Μου ψιθύριζε
ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά μια πόρτα. Ότι κάποιος, «εκεί πάνω», θα
με περιμένει. Και μόνο αυτή η εικόνα αρκούσε για να ξορκίσει κάθε φόβο.
Αλλά η ζωή — όπως πάντα — κάνει τα δικά της. Ο
άνθρωπος που αγάπησα βαθιά ήταν άθεος. Δεν το επέβαλε ποτέ, δεν απαξίωσε ποτέ
την πίστη μου. Αλλά η παρουσία του, οι συζητήσεις μας, η λογική του, οι σιωπές
του, με έκαναν να κοιτάξω αλλιώς τον κόσμο. Κι έτσι, σχεδόν χωρίς να το
καταλάβω, άρχισα να αμφιβάλλω. Όχι από θυμό, αλλά από αναζήτηση. Από
ειλικρίνεια.
Και όταν ραγίζει η πίστη, δεν έρχεται απλώς η
αμφιβολία. Έρχεται το κενό. Εκεί
που άλλοτε υπήρχε σιγουριά, τώρα υπάρχει σιωπή. Όχι ευλογημένη, αλλά
τρομακτική. Ο θάνατος που άλλοτε ήταν γεφύρι προς κάτι καλύτερο, τώρα έγινε το
απόλυτο άγνωστο. Ένα χάος δίχως νόημα. Ένα τέλος που δεν οδηγεί πουθενά.
Προσπάθησα να την ξαναβρώ. Να ξαναπροσευχηθώ
όπως παλιά. Αλλά η προσευχή χωρίς πίστη είναι σιωπή. Και η σιωπή, όταν
περιμένεις απάντηση, γίνεται εκκωφαντική.
Κι όμως, παρότι η πίστη δεν επέστρεψε, η ανάγκη για νόημα έμεινε. Η ελπίδα ότι
«δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει» επέμενε μέσα μου. Όχι γιατί ήθελα να σωθώ — αλλά
γιατί αλλιώς θα τρελαινόμουν. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει για πολύ μέσα στο
κενό. Χρειάζεται μια αφήγηση. Μια αλήθεια, έστω και δική του. Κάτι στο οποίο να
ακουμπήσει.
Και κάπως έτσι, άρχισα να ψάχνω. Όχι για να
επιστρέψω σε αυτό που ήμουν, αλλά για να βρω κάτι νέο. Κάτι που να μου
προσφέρει μια εναλλακτική ελπίδα.
Κι εκεί, σε μια περίοδο μεγάλης υπαρξιακής ανάγκης, άκουσα για πρώτη φορά τη
λέξη μετενσάρκωση με άλλο αυτί. Όχι ως
μεταφυσικό παραμύθι. Αλλά ως ενδεχόμενο.
Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Αλλά ξέρω ότι είχα ανάγκη να πιστέψω. Όχι για να κερδίσω κάτι μετά θάνατον — αλλά για να σταθώ όρθια πριν από αυτόν.
Μετενσάρκωση, προηγούμενες ζωές: ελπίδα ή ψευδαίσθηση; Είναι απλώς θρησκευτικές δοξασίες ή βαθιά ανθρώπινη ανάγκη;Για κάποιους, αυτή η ιδέα είναι παρηγοριά. Για
άλλους, είναι απλώς ένας ψυχολογικός μηχανισμός — μια ωραία φαντασίωση για να
αντέχουμε τη θνητότητά μας. Αλλά εδώ δεν μιλάμε για αποδείξεις. Μιλάμε για ανάγκες. Όταν η νύχτα είναι μακριά,
ήσυχη και παγωμένη, η σκέψη ότι ίσως ήμασταν κάποιος άλλος, και θα ξαναγίνουμε
κάτι άλλο, δεν είναι απλώς παρηγοριά. Είναι σαν ένα κρυφό φως που τρεμοπαίζει
στην ψυχή. Ένα φως που μας κρατάει.
Διάβασα βιβλία. Πολλά. Επιστημονικά,
φιλοσοφικά, πνευματικά, ακόμα και μαρτυρίες υποτιθέμενων αναμνήσεων από
προηγούμενες ζωές. Σε όλα, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, υπήρχε ένας κοινός πυρήνας: η ψυχή δεν τελειώνει με τον θάνατο.
Ξαναγεννιέται. Αλλάζει σχήμα, εποχή, ταυτότητα. Δεν εξαφανίζεται, απλώς
συνεχίζει.
Δεν μπορώ να πω ότι πείστηκα. Αλλά ούτε και
ότι έμεινα αδιάφορη. Κάθε ιδέα που ανοίγει ένα παράθυρο στην ψυχή, ακόμα κι αν
δεν έχει επιστημονική βάση, έχει υπαρξιακή
λειτουργία. Και αυτή η λειτουργία, για μένα, ήταν σωτήρια. Η
μετενσάρκωση δεν ήρθε να απαντήσει στα ερωτήματά μου. Ήρθε να με κάνει να θέλω
να συνεχίσω να ρωτάω. Να αναζητώ. Να μην σταματώ στην απόγνωση.
Για πολλούς, όλα αυτά είναι παραμύθια για
ενήλικες. Για άλλους, θρησκευτική πίστη. Για κάποιους, ακόμα και πλάνη. Αλλά
ίσως τελικά δεν έχει σημασία η απόλυτη
αλήθεια, όσο το τι κάνει αυτή η
ιδέα μέσα μας. Αν μια ιδέα σε βοηθά να σηκώνεσαι το πρωί, να κάνεις τα
λάθη σου με λιγότερη ενοχή, να αγαπάς λίγο πιο βαθιά, να ζεις λίγο πιο
συνειδητά — τότε είναι πολύ περισσότερο από φαντασίωση. Είναι στήριγμα.
Η μετενσάρκωση δίνει ένα δεύτερο νόημα στη
ζωή. Μας λέει ότι τίποτα δεν είναι οριστικό. Ούτε η αποτυχία, ούτε η αδικία,
ούτε ο πόνος. Ότι ίσως έχουμε — ή θα έχουμε — μια δεύτερη ευκαιρία. Ότι η ζωή
δεν μετριέται μόνο με χρόνια, αλλά και με εμπειρίες που μπορεί να κουβαλάμε
χωρίς καν να το γνωρίζουμε.
Αντικειμενικά δεν ξέρουμε αν ζήσαμε ποτέ ξανά.
Αλλά τα déjà vu, τα όνειρα που μοιάζουν πιο πραγματικά από την πραγματικότητα,
οι ανεξήγητες έλξεις, οι φόβοι που δεν έχουν αιτία — όλα αυτά μάς ψιθυρίζουν κάτι.
Μήπως η ψυχή μας θυμάται κάτι που το μυαλό έχει ξεχάσει;
Ακόμα κι αν δεν έχουμε θρησκευτική πίστη, η ανάγκη για συνέχεια είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας. Όχι για να αποδείξουμε κάτι, αλλά για να κατανοήσουμε τη ζωή πέρα από το προφανές. Η μετενσάρκωση, αληθινή ή όχι, είναι ένας τρόπος να δώσουμε νόημα σε αυτό που δεν εξηγείται. Και αυτό — καμιά φορά — είναι αρκετό.
Υπνοθεραπεία και υποσυνείδητο: μνήμη ή υποβολή; Τι λένε οι επιστήμονες;Τα τελευταία χρόνια, η ύπνωση και ειδικά η
αναδρομική υπνοθεραπεία έχει αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πολλοί άνθρωποι
–υπό καθοδήγηση θεραπευτή– βιώνουν εμπειρίες που μοιάζουν με «αναμνήσεις» από
άλλες ζωές. Περιγράφουν περιοχές που δεν έχουν ποτέ επισκεφθεί, μιλούν γλώσσες
που δεν γνωρίζουν, ανασύρουν εικόνες και συναισθήματα που δεν συνδέονται με την
παρούσα ζωή τους.
Η επιστημονική κοινότητα είναι διχασμένη.
Μερικοί ειδικοί βλέπουν σ’ αυτές τις εμπειρίες απλή φαντασία ή υποβολή, προϊόντα της δύναμης του
υποσυνείδητου ή της επιρροής του θεραπευτή. Άλλοι, ωστόσο, αναγνωρίζουν μοτίβα
που εμφανίζονται ξανά και ξανά σε διαφορετικά άτομα, χωρίς λογική εξήγηση –
γεγονός που τους κάνει να αμφιβάλλουν για την «απλή» φαντασία.
Η αλήθεια είναι πως, ανεξάρτητα από την
προέλευση αυτών των εμπειριών, πολλοί άνθρωποι δηλώνουν ότι μέσω της
υπνοθεραπείας ένιωσαν θεραπευτική
ανακούφιση. Κατανόησαν φόβους που δεν ήξεραν από πού προέρχονται,
βρήκαν νόημα σε ψυχοσωματικά συμπτώματα, ένιωσαν ειρήνη απέναντι σε ανεξήγητες
ενοχές ή τραύματα.
Προσωπικά, διάβασα πολλά. Ιστορίες, άρθρα,
μαρτυρίες. Μερικές από αυτές ήταν συγκλονιστικές: ένας άντρας περιέγραφε με
ακρίβεια ένα μεσαιωνικό χωριό στην Αγγλία, που δεν είχε δει ούτε σε φωτογραφία.
Μια γυναίκα, χωρίς να ξέρει τούρκικα, μίλησε στη διάρκεια ύπνωσης σε διάλεκτο
της Οθωμανικής εποχής. Ήταν αλήθεια; Ή απλώς το υποσυνείδητο κατασκευάζει
αφηγήσεις για να απαλύνει την ψυχή;
Οι ψυχολόγοι που δουλεύουν με την υπνοθεραπεία
δεν ισχυρίζονται όλοι ότι πρόκειται για πραγματικές αναμνήσεις. Πολλοί θεωρούν
ότι η ύπνωση λειτουργεί ως κάτοπτρο του
εσωτερικού μας κόσμου – φέρνοντας στην επιφάνεια επιθυμίες, φόβους ή
τραύματα που δεν βρίσκουν άλλο τρόπο να εκφραστούν.
Και τελικά, ίσως αυτή να είναι και η ουσία:
δεν έχει σημασία αν πρόκειται για «αληθινές» ζωές ή δημιουργίες του νου.
Σημασία έχει ότι λειτουργεί. Ότι βοηθάει. Ότι προσφέρει νόημα, κατανόηση,
λύτρωση.
Για κάποιους, αυτά είναι παραμύθια. Για άλλους, ελπίδα. Αλλά στην πράξη, αν ένας άνθρωπος κοιμάται ήσυχος μετά από μια υπνοθεραπεία, αν ένας πόνος φεύγει, αν μια πληγή επουλώνεται – τότε κάτι αξίζει. Ίσως όχι για τους επιστήμονες, αλλά για την ανθρώπινη ψυχή.
Γράφω για να μη φοβάμαι. Για να βάζω τάξη στον
εσωτερικό θόρυβο. Για να δημιουργώ, έστω με λέξεις, μια παράλληλη
πραγματικότητα όπου ο φόβος δεν έχει τον τελευταίο λόγο.
Όταν γράφω, νιώθω πως ένα κομμάτι μου μένει. Ότι
δεν είμαι αόρατη. Ότι η φωνή μου – που τρέμει τον θάνατο – βρίσκει έναν τρόπο
να συνεχίσει. Κι αυτό, έστω για λίγο, με γαληνεύει.
Δεν βρήκα παρηγοριά στη θρησκεία, ούτε λύτρωση
στην ύπνωση. Η δική μου στρατηγική ήταν – και παραμένει – το γράψιμο.
Γράφοντας, αποφορτίζομαι. Ξορκίζω. Επιβιώνω. Οι λέξεις γίνονται για μένα μνήμη,
μαρτυρία, απόδειξη ύπαρξης. Η σκέψη αποκτά σώμα. Η απουσία, φωνή.
Κάθε φορά που τελειώνω ένα κείμενο, νιώθω πως
ένα κομμάτι του φόβου απομακρύνεται. Όχι γιατί έλυσα το μυστήριο του θανάτου,
αλλά γιατί του έδωσα σχήμα. Του μίλησα. Τον έκανα ορατό. Κι αυτό, τον
αποδυναμώνει.
Όταν όλα μέσα μου σκοτεινιάζουν, γράφω. Όχι
για να δώσω απαντήσεις, αλλά για να συνεχίσω να αναπνέω. Το γράψιμο είναι για
μένα πράξη αντίστασης – απέναντι στη λήθη, στην αβεβαιότητα, στον ίδιο τον
αφανισμό. Είναι ένας ψίθυρος που λέει: «Είμαι ακόμα εδώ».
Γράφοντας για τον θάνατο, δεν τον αποφεύγω. Τον κοιτάζω κατάματα και του λέω: «Σε βλέπω. Σε φοβάμαι. Αλλά δεν θα σωπάσω». Κι έτσι, κάπως, γίνεται πιο ανθρώπινος. Όχι πια ο απειλητικός άγνωστος, αλλά ένας σιωπηλός συνοδοιπόρος. Μέρος της πορείας, όχι το τέλος της.
Τι αναζητούν οι άλλοι; Θρησκεία, ψυχοθεραπεία, σιωπήΟ καθένας παλεύει με τον φόβο με τον δικό του
τρόπο. Κάποιοι επιστρέφουν στην πίστη – όχι γιατί την ξαναβρίσκουν όπως παλιά,
αλλά γιατί την χρειάζονται. Άλλοι αναζητούν παρηγοριά στην επιστήμη, στη
θεραπεία, στη συζήτηση. Άλλοι σωπαίνουν. Δεν ρωτούν, δεν μιλούν – μόνο
περιμένουν. Μα μέσα τους, οι σκέψεις βουίζουν.
Άλλοι ξεκινούν ψυχοθεραπεία, ανασκάπτοντας
παιδικές μνήμες για να βρουν νοήματα. Κάποιοι βρίσκουν παρηγοριά στο περπάτημα,
στην τέχνη, στο βλέμμα ενός ζώου. Άλλοι γαντζώνονται στη ρουτίνα, ελπίζοντας
πως έτσι θα ξεγελάσουν τον φόβο.
Κανένας δρόμος δεν είναι πιο σωστός από τον
άλλον. Αυτό που μας ενώνει είναι η ανάγκη για παρηγοριά. Ένα νόημα. Μια ελπίδα.
Ένα χέρι – έστω νοητό – που θα κρατά το δικό μας όταν έρθει η ώρα.
Και τελικά, αυτό που μετρά δεν είναι τι πιστεύει ο καθένας, αλλά τι τον κρατά όρθιο. Εκείνη η μικρή εσωτερική φλόγα που λέει: «δεν ξέρω τι υπάρχει μετά, αλλά σήμερα είμαι ακόμα εδώ».
Πίστη για να επιβιώσεις: παρηγοριά ή αυταπάτη;Η πίστη προσφέρει παρηγοριά. Όχι μόνο απέναντι
στον θάνατο, αλλά και στη ζωή. Οι περισσότεροι από εμάς, κάπου μέσα μας,
κρατάμε την ελπίδα πως «κάτι» υπάρχει μετά. Μια συνέχεια. Μια επανένωση. Μια
απάντηση. Κάτι που να δικαιώνει τον πόνο, την απώλεια, το πέρασμα.
Μα είναι αυτή η πίστη αληθινή; Ή μήπως πρόκειται
για μια αυταπάτη που χρειαζόμαστε για να αντέξουμε; Μια ψυχολογική άγκυρα για
να μη χαθούμε στο χάος της ύπαρξης;
Κάποιοι λένε ότι δεν έχει σημασία αν είναι
αλήθεια ή όχι. Αρκεί που μας στηρίζει. Που μας παρηγορεί. Όμως υπάρχουν και
στιγμές όπου ούτε η πίστη φτάνει. Όταν ο πόνος είναι τόσο βαθύς, που ούτε η
προσευχή δεν φτάνει να τον απαλύνει. Όταν κοιτάμε τον θάνατο – όχι ως ιδέα,
αλλά ως γεγονός – και η καρδιά μας δεν βρίσκει έρεισμα. Ούτε λέξη. Ούτε θεό.
Τότε, η πίστη ή θα γίνει πιο βαθιά – ριζωμένη
στην απελπισία και τη συνειδητοποίηση – ή θα σπάσει. Και θα μείνουμε με τις
ερωτήσεις. Με το άγνωστο. Με το βάρος της ελευθερίας που δεν έχει εγγυήσεις.
Ίσως, τελικά, αυτό που μετρά δεν είναι αν υπάρχει απάντηση, αλλά αν μπορούμε να ζήσουμε με τις ερωτήσεις. Και να αντλήσουμε νόημα όχι από βεβαιότητες, αλλά από το ίδιο το ταξίδι.
ΕπίλογοςΔεν ξέρω αν υπάρχει μετενσάρκωση. Δεν ξέρω αν
υπάρχει Θεός. Ίσως δεν υπάρχει τίποτα. Ίσως τα πάντα. Αλλά ξέρω ότι το να ελπίζω
κάτι – οτιδήποτε – με κάνει λιγότερο μόνη. Κι αυτή η ανάγκη να ελπίζουμε, να
συνεχίζουμε, ίσως είναι από μόνη της μια απόδειξη ότι κάτι μέσα μας δεν θέλει
να τελειώσει. Ποτέ.
Γράφω αυτό το κείμενο όχι σαν ειδικός, αλλά σαν
άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που φοβάται τον θάνατο, που τον σκέφτεται, που τον
νιώθει να στέκεται δίπλα του σε κάποιες νύχτες άυπνες και σε κάποιες μέρες πιο
φωτεινές τον αποφεύγει. Αλλά παρ' όλα αυτά, δεν σταματά να ελπίζει. Όχι επειδή
γνωρίζει. Αλλά επειδή το έχει ανάγκη.
Η ελπίδα, τελικά, δεν είναι αδυναμία. Είναι άμυνα. Είναι ένστικτο. Είναι ζωή. Και ίσως, τελικά, αυτή η ανάγκη για ελπίδα να είναι αρκετή. Να μην λύνει το μυστήριο, αλλά να το κάνει υποφερτό. Να μας κρατά ζωντανούς, μέχρι το τέλος – και ίσως και λίγο πιο πέρα.