Κλεπτομανία: όταν η ανάγκη να πάρεις δεν είναι υλική

Μια ευαίσθητη ματιά σε μια παρεξηγημένη ψυχολογική κατάσταση, που αγγίζει βαθιά συναισθηματικά και όχι μόνο νομικά όρια.

📌 Περιεχόμενα:

1. Τι σημαίνει πραγματικά «κλεπτομανία»  

2. Τι είναι η κλεπτομανία (με απλά λόγια)  

3. Πίσω από την πράξη: συναισθήματα και ψυχολογικά κενά  

4. Η κοινωνία και η προκατάληψη  

5. Η κλεπτομανία στη γυναίκα – και ειδικά στη γυναίκα-ηγέτη  

6. Υπάρχει θεραπεία; Υπάρχει λύση;  

7. Μήνυμα ελπίδας και συνείδησης



1. Τι σημαίνει πραγματικά «κλεπτομανία»

Η λέξη «κλεπτομανία» συχνά συγχέεται με το απλό κλέψιμο, όμως πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό και πιο πολύπλοκο. Ενώ το κλέψιμο συνήθως σχετίζεται με την πρόθεση να αποκτήσει κανείς υλικά αγαθά παράνομα, η κλεπτομανία είναι μια ψυχολογική διαταραχή που οδηγεί το άτομο σε ακατανίκητη επιθυμία να πάρει αντικείμενα, ανεξάρτητα από την αξία ή την ανάγκη για αυτά. Δεν πρόκειται για συνειδητή απόφαση ή απλή κλοπή, αλλά για μια εσωτερική ανάγκη που δεν εξυπηρετεί υλικά συμφέροντα, αλλά συναισθηματικές ή ψυχικές ελλείψεις.

Αυτή η διαφορά είναι κρίσιμη για να κατανοήσουμε το φαινόμενο και να μην το αντιμετωπίζουμε απλώς ως ηθικό ή νομικό ζήτημα, αλλά ως μια πιο βαθιά ανθρώπινη κατάσταση. Μήπως, λοιπόν, πίσω από την κλεπτομανία κρύβεται κάτι περισσότερο από το υλικό; Μήπως αυτό που «κλέβουμε» είναι στην πραγματικότητα κάτι που μας λείπει μέσα μας;

Η κλεπτομανία δεν είναι απλώς μια συμπεριφορά που πρέπει να καταδικαστεί ή να στιγματιστεί. Είναι μια έκφραση μιας βαθύτερης ανάγκης που συχνά παραμένει αόρατη και ανεξήγητη. Μήπως τελικά αυτό που «κλέβουμε» δεν είναι αντικείμενα, αλλά κάτι που μας λείπει βαθιά μέσα μας; Μια αίσθηση ασφάλειας, αποδοχής ή αγάπης;

Αυτή η ερώτηση μας καλεί να δούμε πέρα από την επιφάνεια και να αναζητήσουμε τις αληθινές ρίζες αυτής της ψυχολογικής κατάστασης, προσεγγίζοντας το θέμα με κατανόηση και όχι απλώς με καταδίκη.

2.Τι είναι η κλεπτομανία (με απλά λόγια)

Η κλεπτομανία ανήκει στην κατηγορία των διαταραχών ελέγχου των παρορμήσεων. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο που πάσχει από αυτήν δυσκολεύεται να αντισταθεί στην έντονη επιθυμία να κλέψει, ακόμα κι αν γνωρίζει ότι αυτή η πράξη είναι λανθασμένη ή δεν έχει οικονομικό νόημα.

Η παρόρμηση γίνεται σχεδόν ανεξέλεγκτη, προκαλώντας έντονη ένταση και άγχος που ανακουφίζεται προσωρινά μόνο με την κλοπή. Το άτομο δεν ενεργεί για το υλικό κέρδος, αλλά για να καλύψει μια εσωτερική ανάγκη που δεν μπορεί να ελέγξει με τη λογική.

Αυτή η δυσκολία στον έλεγχο των παρορμήσεων είναι ο βασικός πυρήνας της κλεπτομανίας και την ξεχωρίζει από τις συνηθισμένες περιπτώσεις κλοπής.

Η κλεπτομανία δεν έχει καμία σχέση με την οικονομική ανάγκη ή την επιθυμία για υλικό όφελος. Τα αντικείμενα που κλέβονται συχνά δεν έχουν ιδιαίτερη αξία ή χρησιμότητα για το άτομο, και πολλές φορές ακόμα και επιστρέφονται ή πετιούνται.

Η πράξη της κλοπής δεν γίνεται για να αποκτηθούν αγαθά που λείπουν ή χρειάζονται, αλλά για να ικανοποιηθεί μια ψυχική ανάγκη ή για να απελευθερωθεί η ένταση που νιώθει το άτομο. Αυτό καθιστά την κλεπτομανία μια ψυχολογική κατάσταση που ξεπερνά τα όρια της απλής οικονομικής επιθυμίας.

Η κλεπτομανία συχνά εμφανίζεται σε ανθρώπους που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ ότι θα μπορούσαν να έχουν αυτό το πρόβλημα. Δεν σχετίζεται με κοινωνική τάξη, μορφωτικό επίπεδο ή οικονομική κατάσταση.

Μπορεί να αφορά άτομα με σταθερή ζωή, καλές σχέσεις και καλή εργασία, γεγονός που καθιστά τη διάγνωση και την αναγνώριση της κατάστασης ακόμα πιο δύσκολη. Αυτή η ασυμβατότητα ανάμεσα στην εξωτερική εικόνα και την εσωτερική πάλη είναι που κάνει την κλεπτομανία τόσο ιδιαίτερη και περίπλοκη.

3.Πίσω από την πράξη: συναισθήματα και ψυχολογικά κενά

Πίσω από την πράξη της κλοπής στην κλεπτομανία συχνά κρύβονται έντονα συναισθήματα κενού και μοναξιάς. Το άτομο μπορεί να νιώθει αποκομμένο από τους άλλους, να βιώνει εσωτερική αναστάτωση και μια αίσθηση ότι κάτι του λείπει βαθιά μέσα του.

Αυτή η αίσθηση κενού δεν εκφράζεται με λόγια, αλλά με πράξεις, και η κλοπή γίνεται ένας τρόπος να προσελκύσει την προσοχή ή να γεμίσει προσωρινά το ψυχικό αυτό κενό. Είναι σαν να προσπαθεί να «συνομιλήσει» με τον εαυτό του ή με τον κόσμο γύρω του μέσω αυτής της παρορμητικής συμπεριφοράς.

Το συναίσθημα της μοναξιάς και η ανάγκη για αναγνώριση αποτελούν συχνά τους αόρατους παράγοντες που οδηγούν σε αυτή τη συμπεριφορά, καθιστώντας την πολύ πιο σύνθετη από μια απλή παράβαση κανόνων.

Πίσω από την κλοπή κρύβεται συχνά και η καταπιεσμένη οργή. Το άτομο νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο σε άλλους τομείς της ζωής του και μέσω της κλεπτομανίας προσπαθεί να ανακτήσει έστω και προσωρινά μια αίσθηση δύναμης ή εξουσίας.

Η αδυναμία να εκφράσει ή να διαχειριστεί αυτήν την οργή οδηγεί σε εσωτερική ένταση που βρίσκει διέξοδο στην παρορμητική πράξη της κλοπής. Έτσι, η κλεπτομανία μπορεί να θεωρηθεί μια μορφή ψυχολογικής αντίδρασης σε αδιέξοδα και συναισθηματικές δυσκολίες.

Το συμβολικό νόημα της πράξης: «παίρνω κάτι γιατί δεν παίρνω αυτό που χρειάζομαι»

Η πράξη της κλοπής στην κλεπτομανία δεν είναι απλώς μια φυσική ενέργεια, αλλά συχνά λειτουργεί ως σύμβολο για κάτι βαθύτερο. Το άτομο «παίρνει» κάτι υλικό επειδή στην πραγματικότητα στερείται κάτι πολύ πιο ουσιαστικό στην ψυχή του ή στη ζωή του.

Αυτή η κίνηση εκφράζει την προσπάθεια να γεμίσει ένα κενό, να καλύψει μια έλλειψη που δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια. Με άλλα λόγια, το «αντικείμενο της κλοπής» γίνεται το σύμβολο της επιθυμίας για κάτι που δεν παίρνει – όπως αγάπη, προσοχή, αποδοχή ή ασφάλεια.

Έτσι, η κλεπτομανία αποκτά έναν ψυχολογικό και συμβολικό χαρακτήρα που ξεπερνά την απλή παραβατική συμπεριφορά.

4. Η κοινωνία και η προκατάληψη

Η κοινωνία συνήθως αντιμετωπίζει την κλεπτομανία με μεγάλο σκεπτικισμό και προκατάληψη. Το άτομο που πάσχει από αυτήν την κατάσταση συχνά στιγματίζεται ως απλός κλέφτης ή ακόμα και ως άτομο με κακή ηθική, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψυχολογική του πάθηση.

Αυτή η άδικη ετικέτα οδηγεί σε κοινωνικό αποκλεισμό, ντροπή και αυτοαπομόνωση, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την ψυχική κατάσταση του πάσχοντος. Η έλλειψη κατανόησης από το κοινωνικό περιβάλλον δεν βοηθά στην αναζήτηση βοήθειας και θεραπείας, αλλά αντίθετα εντείνει το πρόβλημα.

Συχνά, ο φόβος της κριτικής ή της απόρριψης κρατά το άτομο σε μια σιωπή που εμποδίζει τη θεραπευτική αντιμετώπιση και την κοινωνική επανένταξη.

Το άτομο με κλεπτομανία βιώνει συχνά έντονο αίσθημα ενοχής και ντροπής για τις πράξεις του. Η εσωτερική αυτή πάλη είναι εξουθενωτική, καθώς το άτομο γνωρίζει ότι η συμπεριφορά του δεν ανταποκρίνεται στις ηθικές του αξίες και στις προσδοκίες της κοινωνίας.

Αυτό το αίσθημα ντροπής συχνά το οδηγεί σε αυτοαπομόνωση και αποφυγή κοινωνικών επαφών, επιδεινώνοντας τη μοναξιά και το ψυχικό κενό που προϋπήρχαν. Η ενοχή γίνεται ένας επιπλέον ψυχολογικός φορτίος που δυσκολεύει την αναζήτηση βοήθειας.

Η κατανόηση και η υποστήριξη από το κοινωνικό περιβάλλον είναι κρίσιμες, ώστε να διασπαστεί ο φαύλος κύκλος της ντροπής και της απομόνωσης.

Πολλά άτομα με κλεπτομανία ζουν μια “διπλή ζωή”: από τη μία, μπορεί να είναι επαγγελματίες, γονείς ή άτομα με κοινωνική αναγνώριση· από την άλλη, να παλεύουν σιωπηλά με μια παρόρμηση που τα κατακλύζει και δεν μπορούν να ελέγξουν.

Για παράδειγμα, μια γυναίκα που εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο και έχει οικογένεια, μπορεί να «πιαστεί» να αφαιρεί μικροαντικείμενα από ένα κατάστημα. Δεν της λείπουν τα χρήματα· όμως, μετά από κάθε επεισόδιο, καταρρέει ψυχολογικά, βυθίζεται στην ενοχή και κλαίει μετανιωμένη. Δεν είναι η πράξη αυτή καθαυτή που την βασανίζει, αλλά το γιατί δεν μπόρεσε να την ελέγξει.

Σε μια άλλη περίπτωση, ένας άνδρας σε διοικητική θέση σε μεγάλη εταιρεία, με φαινομενικά “άψογη” ζωή, παραδέχτηκε μετά από χρόνια ότι έκλεβε μικροαντικείμενα σε φαρμακεία — όχι επειδή τα χρειαζόταν, αλλά επειδή ένιωθε έντονη πίεση και η πράξη τού έδινε μια αίσθηση αποφόρτισης, για λίγα μόνο λεπτά.

Αυτές οι ιστορίες δείχνουν ξεκάθαρα ότι το άτομο με κλεπτομανία δεν είναι “κακός άνθρωπος”, αλλά κάποιος που υποφέρει σιωπηλά. Το αίσθημα ντροπής το εμποδίζει να μιλήσει, και η κοινωνική άγνοια χειροτερεύει το βάρος που κουβαλά.

5. Η κλεπτομανία στη γυναίκα – και ειδικά στη γυναίκα-ηγέτη

Η εικόνα της γυναίκας-ηγέτη στη σύγχρονη κοινωνία συνοδεύεται από προσδοκίες ισχύος, σταθερότητας και αυτοελέγχου. Πρόκειται για γυναίκες που φαίνονται να τα έχουν όλα: επαγγελματική καταξίωση, κοινωνικό κύρος, οικονομική ανεξαρτησία. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το προφίλ «τελειότητας», μπορεί να φωλιάζει μια σιωπηλή ψυχολογική μάχη, όπως η κλεπτομανία.

Η συγκεκριμένη διαταραχή δεν κάνει διακρίσεις. Δεν σχετίζεται με την εξυπνάδα, την ηθική, ούτε με την κοινωνική θέση. Γυναίκες δυναμικές, υπεύθυνες, με βαρύ φορτίο υποχρεώσεων και υψηλές απαιτήσεις από τον εαυτό τους, μπορεί να καταρρέουν ψυχικά όταν νιώσουν ότι δεν έχουν τον απόλυτο έλεγχο της ζωής τους.

Η κλεπτομανία, σε αυτές τις περιπτώσεις, λειτουργεί ασυνείδητα σαν «ρωγμή» στην εικόνα του αλάνθαστου. Μπορεί να είναι η έκφραση μιας καταπιεσμένης ανάγκης να σπάσει η τελειότητα, να εκτονωθεί μια ένταση, να διεκδικηθεί ψυχολογικά κάτι που λείπει.

Δεν είναι σπάνιο, άλλωστε, γυναίκες με ηγετικούς ρόλους να μην έχουν χώρο ή δικαίωμα, ούτε στην επαγγελματική τους ζωή ούτε στην οικογένεια, να εκφράσουν αδυναμία. Έτσι, ένα κομμάτι τους αναζητά μια «διέξοδο» μέσα από μια πράξη που δεν ελέγχεται συνειδητά, αλλά κουβαλά μέσα της βαθύτερα ψυχικά μηνύματα.

Παραδείγματα από την πραγματική ζωή

Σε ένα συνέδριο ψυχολογίας, έγινε αναφορά σε περίπτωση γυναίκας-οικονομολόγου, διευθύντριας τράπεζας, με φήμη άψογης επαγγελματία και μητέρας δύο παιδιών. Η ίδια, μετά από σύλληψη για κλοπή μικρού αντικειμένου από κατάστημα καλλυντικών, παραδέχτηκε ότι δεν χρειαζόταν το προϊόν και δεν καταλάβαινε ούτε η ίδια γιατί το έκανε. Μέσα από θεραπεία, ήρθε στην επιφάνεια η αίσθηση ότι κουβαλούσε το βάρος των πάντων, χωρίς δικαίωμα στο λάθος, και η πράξη της ήταν ένας τρόπος να «ρωτήσει» τον εαυτό της αν τελικά ήταν ακόμη άνθρωπος και όχι ρομπότ.

Μια άλλη περίπτωση αφορά γυναίκα γιατρό, πολύ αγαπητή στο περιβάλλον της, η οποία ξεκίνησε να «παίρνει» αντικείμενα μικρής αξίας από νοσοκομεία. Στην ψυχοθεραπεία, αναδύθηκε το εξής: κάθε φορά που ένιωθε ότι δεν μπορούσε να σώσει έναν ασθενή, την κατέκλυζε ενοχή και αίσθημα ανεπάρκειας. Η πράξη της είχε λιγότερο να κάνει με το ίδιο το αντικείμενο και περισσότερο με την ασυνείδητη ανάγκη να "τιμωρήσει" τον εαυτό της ή να εκφράσει εσωτερική σύγχυση.

Η πίεση του τελειομανισμού και η ανάγκη να "σπάσει" κανείς τους κανόνες στα κρυφά

Πίσω από την κλεπτομανία σε γυναίκες με αυστηρό αυτοέλεγχο, συχνά κρύβεται μια σιωπηλή πίεση: η ανάγκη να είσαι πάντα τέλεια, προβλέψιμη, «σε πρόγραμμα». Ο κοινωνικός και προσωπικός ρόλος της γυναίκας-ηγέτη συνοδεύεται συνήθως από έναν άτυπο όρκο: να μη λυγίσει ποτέ, να μην δείξει αδυναμία, να έχει πάντα τον έλεγχο.

Αυτό το συνεχές "πρέπει" μπορεί με τον καιρό να γεννήσει την ανάγκη για μια μικρή ρωγμή. Και σε ορισμένες περιπτώσεις, η ρωγμή αυτή παίρνει τη μορφή μιας αυθόρμητης, ανεξέλεγκτης πράξης: να "πάρει" κάτι, όχι επειδή το θέλει, αλλά επειδή θέλει να νιώσει έστω για λίγο έξω από τους κανόνες.

Αυτή η ανάγκη να παραβιαστεί ένας κανόνας, όχι για να βλάψει κάποιον αλλά για να “σπάσει” προσωρινά το ασφυκτικό καλούπι, εκδηλώνεται συνήθως μυστικά, χωρίς θεατές, χωρίς χειροκρότημα. Είναι μια εντελώς εσωτερική, προσωπική πράξη, σαν να φωνάζει το σώμα εκεί που το στόμα δεν μιλάει:
«Δεν αντέχω άλλο να είμαι αυτό που περιμένουν όλοι».

Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που η κλεπτομανία ενίοτε δεν εμφανίζεται στη φάση της ανόδου ή της επιτυχίας, αλλά στις στιγμές “συντήρησης” μιας τέλειας εικόνας. Εκεί όπου δεν επιτρέπεται να φανεί ούτε ρωγμή.

6.Υπάρχει θεραπεία; Υπάρχει λύση;

Ναι, μέσα από την ψυχοθεραπεία και την αναγνώριση του προβλήματος 

Το πρώτο και ίσως πιο δύσκολο βήμα για να αντιμετωπιστεί η κλεπτομανία είναι η αναγνώριση του προβλήματος – όχι ως έγκλημα ή αδυναμία χαρακτήρα, αλλά ως εσωτερικό σύμπτωμα που ζητά φωνή. Πολλοί και πολλές που πάσχουν από κλεπτομανία δεν φτάνουν ποτέ στο θεραπευτικό γραφείο, γιατί ντρέπονται, φοβούνται την απόρριψη ή απλώς δεν ξέρουν ότι αυτό που βιώνουν έχει όνομα και θεραπεία.

Η ψυχοθεραπεία, όταν γίνεται με εμπιστοσύνη και συνέπεια, μπορεί να λειτουργήσει σαν καθρέφτης. Όχι για να «τιμωρήσει» ή να «διορθώσει» τον άνθρωπο, αλλά για να τον βοηθήσει να αναγνωρίσει τα πραγματικά του συναισθήματα: θυμό, μοναξιά, ανάγκη για έλεγχο, ματαίωση, αίσθηση εσωτερικού κενού.

Μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία:

·        Γίνεται κατανοητό τι ακριβώς ενεργοποιεί την παρόρμηση.

·        Αναγνωρίζονται τα μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς που συνδέονται με το σύμπτωμα.

·        Εργάζεται κανείς για να χτίσει νέους μηχανισμούς αντιμετώπισης (coping strategies) που να μη βασίζονται στην κλοπή αλλά σε συνειδητή δράση και εσωτερική ικανοποίηση.

·        Και κυρίως, μειώνεται το αίσθημα ντροπής, καθώς γίνεται σαφές ότι το πρόβλημα δεν καθορίζει την αξία ή την ηθική ταυτότητα του ανθρώπου.

Η θεραπεία είναι μια διαδρομή σταδιακής επανασύνδεσης με τον εαυτό, με τις πραγματικές ανάγκες και τα τραύματα που συχνά δεν έχουν ποτέ ειπωθεί.

Δεν υπάρχει μια «μαγική λύση» ούτε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα – όμως η αλλαγή είναι εφικτή. Και η ίδια η πράξη του να ζητήσει κανείς βοήθεια αποτελεί ήδη ένα θαρραλέο βήμα προς την ελευθερία.

Η σημασία του να ζητήσει κανείς βοήθεια χωρίς ντροπή

Σε μια κοινωνία που βιάζεται να χαρακτηρίσει, να σχολιάσει και να στιγματίσει, η ιδέα του να παραδεχτεί κάποιος ή κάποια ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα με την κλεπτομανία, μοιάζει σχεδόν αδιανόητη. Η ντροπή, το άγχος της έκθεσης και η ανάγκη να διατηρηθεί μια «κανονική» εικόνα προς τα έξω, κλείνουν στόματα και καρδιές.

Κι όμως, η απελευθέρωση ξεκινά όταν το άτομο επιτρέπει στον εαυτό του να πει: “Χρειάζομαι βοήθεια”. Αυτή η φράση, που για πολλούς ακούγεται σαν αδυναμία, είναι στην πραγματικότητα ένδειξη δύναμης. Το να ζητήσει κανείς βοήθεια δείχνει ότι:

·        Έχει επίγνωση του εαυτού του.

·        Σέβεται την ψυχική του υγεία.

·        Επιλέγει να μην ζει πια με ενοχή, κρυψίνοια ή αυτοκατηγορία.

Η θεραπεία δεν είναι προορισμένη μόνο για «σοβαρά περιστατικά» ή για «άλλους». Είναι ένας χώρος ασφαλής, διακριτικός, ανθρώπινος, όπου κανείς δεν κρίνεται, αλλά ακούγεται. Ειδικά για γυναίκες-ηγέτιδες, για άτομα σε θέσεις κύρους ή υπευθυνότητας, η απόφαση να ζητήσουν στήριξη μπορεί να σημαίνει και την αρχή μιας πιο αυθεντικής ζωής, χωρίς την ανάγκη να κρατούν μυστικά που τις βασανίζουν.

Δεν είναι ντροπή να πέφτει κανείς. Ντροπή είναι να πιστεύει ότι πρέπει να παραμείνει στο πάτωμα για να μη φανεί «αδύναμος».

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι:
Το να ζητάτε βοήθεια δεν είναι αποτυχία – είναι αυτοσεβασμός.

7. Μήνυμα ελπίδας και συνείδησης

Η κλεπτομανία δεν είναι ένα ελάττωμα χαρακτήρα, ούτε μια «κακή συνήθεια» που μπορεί να λυθεί με αυστηρότητα ή ντροπή. Είναι ένα σιωπηλό μήνυμα από τα βάθη της ψυχής, ένας τρόπος με τον οποίο το άτομο – συχνά χωρίς να το καταλαβαίνει – προσπαθεί να εκφράσει μια εσωτερική έλλειψη, έναν ψυχικό πόνο ή μια ανάγκη που έμεινε ανεκπλήρωτη.

Αντί να κοιτάμε τέτοιες συμπεριφορές με καχυποψία, ηθικολογία ή απόρριψη, ας προσπαθήσουμε να κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά:
Μήπως αυτό που φαίνεται ως «κλοπή» είναι τελικά μια κραυγή για κατανόηση, για αποδοχή, για αγάπη;

Η κλεπτομανία δεν είναι έγκλημα.
📌 Είναι μια κραυγή βοήθειας μεταμφιεσμένη σε απαγορευμένη πράξη.
Και η βοήθεια αξίζει να δοθεί, όχι με τιμωρία αλλά με κατανόηση.

Ο καθένας και η καθεμιά από εμάς μπορεί να βρεθεί σε μια φάση της ζωής του/της που θα νιώσει άδειος, πιεσμένος, παγιδευμένος. Ο δρόμος προς την αυτογνωσία και την θεραπεία δεν είναι ευθύς, ούτε εύκολος, αλλά είναι πάντα ανοιχτός σε όσους έχουν το θάρρος να τον βαδίσουν.

Το να μάθουμε να βλέπουμε πίσω από τις πράξεις – χωρίς να δικαιολογούμε, αλλά και χωρίς να καταδικάζουμε – είναι σημάδι μιας κοινωνίας πιο ώριμης, πιο ανθρώπινης.

Και, πάνω απ’ όλα, ας θυμόμαστε:
📌 Πίσω από κάθε συμπεριφορά που μας ξαφνιάζει, υπάρχει μια ιστορία που δεν γνωρίζουμε. Ας ακούμε πριν κρίνουμε. Ας νοιαζόμαστε πριν απορρίψουμε.