Κενές λέξεις και γεμάτες βρισιές: η γλώσσα των νέων μεταξύ ταυτότητας, εκτόνωσης και εκφραστικής φτώχειας
ΟΤΑΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΧΑΝΟΥΝ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥΣ
Όλοι και
όλες μας το έχουμε ακούσει: νέοι άνθρωποι που, μέσα σε μια φράση τριών γραμμών,
επαναλαμβάνουν βρισιές όπως “c...o” και “μ....α” τρεις ή τέσσερις φορές. Δεν
είναι μια απλή συνήθεια, μοιάζει σχεδόν με ανάγκη, με ρυθμό, με σφραγίδα.
Αυτές οι
λέξεις έχουν γίνει το ψευτο-σύμβολο μιας γενιάς που, ακόμα κι αν δεν έχει
ιδεολογική ταυτότητα, έχει τουλάχιστον… μια φραστική. Ένα είδος “γλωσσικής
σημαίας” που κυματίζει καθημερινά στα σχολεία, στα social media, στα καφέ, στις
παρέες. Γιατί συμβαίνει αυτό; Και τι σημαίνει;
Αυτό το
άρθρο προσπαθεί να κατανοήσει — όχι να κρίνει — το φαινόμενο, μέσα από
κοινωνικές, ψυχολογικές και πολιτισμικές οπτικές. Ταυτόχρονα, δίνει τον λόγο σε
εκείνους και εκείνες που το ζουν από μέσα: τους ίδιους τους νέους.
“Άκου τι
είπαν”: Η γλώσσα της καθημερινότητας στα λόγια των νέων
Για να μην
γράφουμε αφηρημένα, ας ξεκινήσουμε από την ίδια την πραγματικότητα: τους
διαλόγους των νέων ανθρώπων. Συγκεντρώσαμε μαρτυρίες από εφήβους και φοιτητές
στην Ελλάδα και την Ιταλία. Τα ονόματα είναι φανταστικά, αλλά οι κουβέντες
είναι αληθινές.
📍 Μαρτυρία
1 – Άγγελος, 17 ετών (Αθήνα)
“Στο σχολείο
μου αν δεν βρίσεις, είσαι φλώρος. Δεν λέω ότι μου αρέσει, αλλά γίνεται
αυτόματα. Όλοι λέμε ‘μαλ@@@’, ‘γαμ@@@’, ‘τι φάση ρε μαλ@@@’. Ακόμα κι εγώ, που
δεν ήμουν έτσι, το έπαθα. Είναι σαν να είναι cool.”
📍 Μαρτυρία
2 – Μαρτίνα, 16 ετών (Ρώμη)
“Quando parliamo tra noi, le parolacce sono tipo una punteggiatura. È come
dire: 'che c…o fai?', 'sto c…o di prof', 'hai visto quel c…o di TikTok?'.
Senza, sembra che parli come un adulto.”
📍 Μαρτυρία 3 – Δημήτρης, 20 ετών (Πάτρα)
“Είναι κι
αστείο, αλλά και άσχημο. Μια μέρα μέτρησα πόσες φορές είπε ‘μαλ@@@’ ο κολλητός
μου σε 10 λεπτά. Δεκατρείς. Κι ούτε το κατάλαβε.”
📍 Μαρτυρία
4 – Giulia, 19 anni (Milano)
“Io dico tante parolacce, ma non mi piace. Lo faccio per abitudine, per far
ridere, per esprimermi velocemente. Ma poi penso: possibile che non ho altri
modi per dire le cose?”
Από το
“σπασίκλας” στο “cringe”: πώς μιλούσαν οι νέοι χθες και σήμερα
Για να
κατανοήσουμε πόσο έχει αλλάξει η νεανική γλώσσα τις τελευταίες δεκαετίες, είναι
χρήσιμο να κάνουμε μια σύγκριση μεταξύ του τρόπου ομιλίας των νέων σήμερα και
εκείνου των προηγούμενων γενεών, ειδικά της δεκαετίας του ’70 και ’80. Δεν
πρόκειται για διαγωνισμό “παλιών και νέων”, αλλά για ανάλυση: τι χάσαμε, τι
μεταμορφώθηκε και γιατί.
Στη δεκαετία
του ’70-’80, οι νέοι μιλούσαν με χιούμορ, ευρηματικότητα και ζωντάνια. Υπήρχαν
βρισιές, βέβαια, αλλά ήταν πιο μετρημένες, πιο στοχευμένες. Λέξεις όπως
“σκατά”, “κόλαση”, “κατάρα” είχαν βάρος, όχι ρυθμό. Αντίθετα, υπήρχε γλωσσικό
παιχνίδι: στην Ιταλία λέξεις όπως “sfigato”, “gasato”, “tirarsela”, “tipo”,
“che figata”, ενώ στην Ελλάδα: “μάγκας”, “φραπές”, “γουστάρω φουλ”, “κόλλημα”,
“τα πήρα στο κρανίο”.
Σήμερα,
παρατηρούμε μια αντιστροφή: πολλές λέξεις είναι δανεικές από τα αγγλικά
(“cringe”, “flexare”, “ghostare”), ενώ οι βρισιές έχουν γίνει το βασικό υλικό
της φρασεολογίας. Η δημιουργικότητα μοιάζει να έχει μειωθεί. Η γλώσσα συχνά
είναι επαναλαμβανόμενη, στερεοτυπική, φτωχή σε ποικιλία.
Ακόμη και οι
εκφράσεις έχουν αλλάξει:
- 1980: “Sei fuori come un balcone!”
- Σήμερα: “Είσαι bot” ή “αυτό
ήταν full cringe”
- 1980: “Che rottura di scatole!”
- Σήμερα: “Τι πρήξιμο, bro!”
Αυτή η
αλλαγή δεν είναι απλώς αισθητική. Είναι πολιτισμική. Οι νέοι σήμερα μεγαλώνουν
σε μια εποχή ταχύτερη, πιο ψηφιακή, πιο απογοητευμένη. Έχουν λιγότερα κοινά
σημεία αναφοράς, λιγότερη εμπιστοσύνη σε θεσμούς. Η γλώσσα αντανακλά αυτό το
σπάσιμο.
Όμως το ερώτημα
παραμένει: πηγαίνουμε προς περισσότερη εκφραστικότητα ή προς μείωση της
επικοινωνήσιμης εσωτερικότητας;
Γιατί μας
αρέσει να βρίζουμε; Μια ψυχολογική ματιά
Πίσω από την
εμμονική χρήση βρισιών στους νεανικούς διαλόγους κρύβεται κάτι βαθύτερο από μια
απλή φτωχοποίηση της γλώσσας. Οι βρισιές σήμερα δεν είναι απλώς “βρώμικες
λέξεις”: είναι εργαλεία αυτοεπιβεβαίωσης, εκτόνωσης, ταυτότητας.
Σε
ψυχολογικό επίπεδο, μπορούμε να εντοπίσουμε διάφορους μηχανισμούς:
- Συναισθηματική εκτόνωση – Πολλοί έφηβοι δεν μπορούν να
ονομάσουν με ακρίβεια αυτό που νιώθουν: θυμό, απογοήτευση, αίσθημα
αποκλεισμού. Η βρισιά γίνεται τότε άμεση βαλβίδα εκτόνωσης. Είναι μια
έκρηξη που δεν απαιτεί εξηγήσεις ή δικαιολογίες.
- Ναρκισσιστική άμυνα – Η χρήση έντονων και
προκλητικών λέξεων είναι τρόπος συγκάλυψης της ανασφάλειας. Όποιος νιώθει
μικρός, χρησιμοποιεί “μεγάλες” λέξεις για να φανεί δυνατός. Είναι μια
λεκτική πανοπλία ενάντια στην κρίση των άλλων.
- Ένταξη στην ομάδα – Οι βρισιές λειτουργούν ως
κώδικας. Όποιος τις χρησιμοποιεί “όπως όλοι”, μπαίνει στην αγέλη. Η αποχή
σημαίνει απομόνωση ή την ταμπέλα του “διαφορετικού”. Η χυδαία γλώσσα
γίνεται μια μορφή κοινωνικού μιμητισμού.
- Ελεγχόμενη επανάσταση – Το να βρίζεις ή να μιλάς
αισχρά είναι και μια μορφή επανάστασης, αλλά “ασφαλούς”. Ο νέος δεν μπορεί
να αλλάξει το σύστημα, αλλά μπορεί να παραβιάζει με τις λέξεις, συχνά
χωρίς πραγματικές συνέπειες. Είναι μια μορφή εκφραστικής αναρχίας χαμηλού
κινδύνου.
- Συναισθηματική απλοποίηση – Ζούμε σε μια εποχή που ο
χρόνος για σκέψη είναι λίγος και το συναισθηματικό βάθος θεωρείται
αδυναμία. Οι βρισιές προσφέρουν μια συντόμευση: το “με έπρηξε” είναι πιο
εύκολο από το “νιώθω απογοητευμένος, αγνοημένος και χωρίς κίνητρο”.
Αυτό δεν
σημαίνει ότι οι νέοι είναι χειρότεροι από πριν. Σημαίνει ότι είναι πιο
εκτεθειμένοι, πιο μόνοι, πιο βομβαρδισμένοι από ερεθίσματα και λιγότερο
εξασκημένοι στη γλώσσα ως μέσο επαφής με τον εαυτό και τον άλλον.
Ως ενήλικες,
παιδαγωγοί, γονείς ή παρατηρητές, δεν χρειάζεται ηθικολογία, αλλά κατανόηση και
καθοδήγηση. Οι λέξεις πρέπει να αποκατασταθούν στην αξιοπρέπειά τους, γιατί
κάθε λέξη είναι είτε γέφυρα είτε τοίχος. Και οι τοίχοι, όπως ξέρουμε, δεν
βοηθούν κανέναν να μεγαλώσει.