«Μπλα, μπλα, μπλα...» – Γιατί μερικοί άνθρωποι μιλούν ασταμάτητα ενώ άλλοι προτιμούν τη σιωπή;
🟦 Εισαγωγή – Όλοι λένε ότι μιλάω πολύ
«Μπλα, μπλα,
μπλα...». Έτσι λένε κάποιοι άνθρωποι όταν θέλουν να κοροϊδέψουν όσους, κατά τη
γνώμη τους, μιλούν πολύ. Και ξέρετε κάτι; Το έχω ακούσει και εγώ. Από φίλους,
συγγενείς, και κυρίως από εκείνους που με ξέρουν χρόνια. «Μιλάς πολύ», λένε.
«Πού να σε προλάβει κανείς». Και πάντα, μέσα μου, έρχεται η ίδια σκέψη: «Ναι,
αλλά εγώ απλώς προσπαθώ να εξηγήσω. Να καταλάβει ο άλλος τι εννοώ. Δεν θέλω να
παρεξηγηθώ».
Μήπως σας
θυμίζει κάτι αυτό; Μήπως κι εσείς έχετε βρεθεί στη θέση του «πολυλογά» —
εκείνου που απλώς προσπαθεί να επικοινωνήσει, αλλά τελικά κρίνεται γι’ αυτό; Ή
μήπως είστε από την άλλη πλευρά, από εκείνους που μιλούν ελάχιστα και συχνά
ακούν χωρίς να απαντούν;
Η ανθρώπινη
επικοινωνία δεν είναι απλή υπόθεση. Δεν είναι μόνο λέξεις, τόνος και ένταση.
Είναι ψυχολογία, παιδικά βιώματα, κοινωνικές επιρροές, εσωτερικές ανασφάλειες
και ανάγκες που δεν λέγονται εύκολα. Το πόσο μιλάει ή σωπαίνει κάποιος, έχει
σχεδόν πάντα μια βαθύτερη αιτία.
Σε αυτό το
άρθρο, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε το φαινόμενο της «πολυλογίας» αλλά και της
σιωπής, με μια ματιά όχι επικριτική, αλλά ανθρώπινη. Θα αναρωτηθούμε: γιατί
μιλούν τόσο πολύ ορισμένοι; Και, αντίστροφα, γιατί κάποιοι σωπαίνουν
συνεχώς; Υπάρχουν ψυχολογικές αιτίες πίσω από αυτή τη συμπεριφορά; Και
τελικά, μήπως αυτό που για κάποιον είναι “κουραστικό”, για κάποιον άλλον είναι
απλώς ανάγκη;
👶 Ο
ρόλος της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας
Κανείς δεν
γεννιέται "πολυλογάς" ή "μοναχικός". Οι πρώτες λέξεις, οι
πρώτες σιωπές, οι πρώτες απορίες και προσπάθειες επικοινωνίας ξεκινούν μέσα
στην οικογένεια. Το πώς μιλούσαν οι γονείς, πώς άκουγαν, πώς αντιδρούσαν όταν
μιλούσαμε μικροί, παίζει τεράστιο ρόλο στον τρόπο που επικοινωνούμε ως
ενήλικες.
Ένα παιδί
που μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου οι ενήλικες μιλούν διαρκώς, εξηγούν τα
πάντα, αναλύουν, ίσως υιοθετήσει αυτό το μοντέλο. Αντίθετα, ένα παιδί που
ακούει συχνά «σκάσε», «μη μιλάς», «όταν μιλούν οι μεγάλοι, τα παιδιά
σωπαίνουν», μαθαίνει να σιωπά. Όχι γιατί δεν έχει τι να πει, αλλά γιατί φοβάται
να εκφραστεί.
Υπάρχουν
επίσης περιπτώσεις όπου η πολυλογία είναι ένα μέσο επιβίωσης. Ένα παιδί
που δεν έχει εισακουστεί ποτέ, που ένιωθε αόρατο ή ανεπιθύμητο, ίσως μιλά πολύ
ως ενήλικας επειδή, επιτέλους, θέλει να ακουστεί. Κάθε του λέξη είναι μια
κραυγή: "Κοίτα με. Άκουσέ με. Κατάλαβέ με."
Αντίστοιχα,
υπάρχουν ενήλικες που δεν λένε πολλά, όχι επειδή δεν έχουν άποψη, αλλά γιατί
κουβαλούν μια εσωτερική πληγή. Ίσως έχουν μάθει ότι «τα λόγια φέρνουν
φασαρίες», ή ότι «όσο λιγότερο μιλάς, τόσο πιο ασφαλής είσαι».
Η παιδική
ηλικία, με τα μικρά της τραύματα ή τις μεγάλες της σιωπές, γίνεται ο καθρέφτης
της ενήλικης συμπεριφοράς. Ό,τι δεν ειπώθηκε τότε, αναζητά να ειπωθεί σήμερα —
με πάθος ή με τρόμο.
🗣️ Η πολυλογία ως ανάγκη για αποδοχή και
επιβεβαίωση
Γιατί μιλάμε
ακατάπαυστα όταν είμαστε με άλλους ανθρώπους; Πολύ συχνά, η απάντηση δεν είναι
«επειδή έχουμε πολλά να πούμε», αλλά επειδή θέλουμε να μας προσέξουν, να
μας εγκρίνουν, να μας αγαπήσουν.
Η υπερβολική
ομιλία, ειδικά όταν συνοδεύεται από ανησυχία για το «αν ο άλλος μας κατάλαβε»,
είναι συχνά ένα ψυχολογικό εργαλείο: προσπαθούμε να καλύψουμε τα κενά
αυτοεκτίμησης, τη μοναξιά μας ή την ανασφάλεια μας. Ο φόβος της απόρριψης μάς
ωθεί να λέμε και να ξαναλέμε, να εξηγούμε και να αναλύουμε, σαν να προσπαθούμε
να πείσουμε όχι τόσο τον συνομιλητή μας, αλλά τον ίδιο μας τον εαυτό.
Μια φράση
που λέγεται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις είναι:
«Αν με
καταλάβει, θα με αποδεχτεί. Αν με αποδεχτεί, τότε αξίζω».
Πολλοί από
εμάς έχουμε νιώσει ότι η σιωπή είναι κίνδυνος. Ότι, αν σταματήσουμε να μιλάμε,
ο άλλος θα χάσει το ενδιαφέρον του, θα φύγει, ή – ακόμα χειρότερα – θα
καταλάβει ποιοι είμαστε στα αλήθεια. Και επειδή φοβόμαστε πως αυτό που είμαστε
δεν είναι αρκετό, κρυβόμαστε πίσω από έναν καταρράκτη λέξεων.
Είναι
αξιοσημείωτο ότι η πολυλογία εμφανίζεται πιο έντονα σε κοινωνικές συναναστροφές
όπου το άτομο νιώθει "μικρό", ανεπαρκές ή κατώτερο. Όταν κάποιος
αισθάνεται ότι δεν έχει τον σεβασμό των άλλων, προσπαθεί να τον κερδίσει
μιλώντας — πολλές φορές υπερβολικά.
Όμως η ανάγκη για αποδοχή δεν είναι ντροπή. Είναι ανθρώπινη. Αυτό που χρειάζεται είναι να καταλάβουμε ποιανού την αποδοχή αναζητούμε: των άλλων ή τη δική μας;
🤐 Το άλλο άκρο – Η σιωπή ως άμυνα ή ως τιμωρία
Αντίθετα από
εκείνους που μιλούν ακατάπαυστα, υπάρχουν και αυτοί που σιωπούν επίμονα.
Η σιωπή, όμως, δεν σημαίνει πάντα γαλήνη ή αυτοπεποίθηση. Συχνά είναι μια άμυνα,
μια προστατευτική πανοπλία, ή ακόμα και ένα εργαλείο ελέγχου.
Για
κάποιους, η σιωπή είναι η μόνη ασφαλής επιλογή:
- «Αν δεν μιλήσω, δεν θα εκτεθώ».
- «Αν δεν απαντήσω, δεν θα
πληγωθώ».
- «Αν σωπάσω, ο άλλος θα νιώσει
ένοχος».
Άλλες φορές,
η σιωπή χρησιμοποιείται τιμωρητικά. Είναι εκείνη η παθητική
επιθετικότητα που λέει «δεν αξίζεις ούτε λέξη από εμένα». Σε μια σχέση – είτε
προσωπική, είτε επαγγελματική – η επίμονη σιωπή μπορεί να είναι πιο πονεμένη ή
πιο βίαιη κι από τα λόγια. Είναι σαν να λέμε:
«Θα σε κάνω
να νιώσεις αόρατος, όπως με κάνεις κι εσύ να νιώθω».
Η σιωπή,
όπως και η πολυλογία, δεν είναι ουδέτερη. Κουβαλάει φορτίο. Είναι
αποτέλεσμα εμπειριών, φόβων, πληγών. Υπάρχουν άνθρωποι που μεγάλωσαν σε
περιβάλλοντα όπου το να εκφράζεις τα συναισθήματά σου θεωρούνταν αδυναμία ή
απειλή. Έτσι, έμαθαν να σιωπούν – όχι από επιλογή, αλλά από αναγκαστική στρατηγική
επιβίωσης.
Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, η σιωπή μπορεί να είναι μια ώριμη και συνειδητή στάση. Ένα διάλειμμα από την ένταση. Ένας χώρος εσωτερικής ακρόασης. Η δυσκολία είναι να ξεχωρίσουμε πότε σιωπούμε για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και πότε το κάνουμε για να αποφύγουμε την αλήθεια.
😢 Όταν η φλυαρία κρύβει πόνο
Πίσω από το
“μπλα μπλα μπλα” δεν υπάρχει πάντα κενοδοξία ή ανάγκη για προσοχή. Υπάρχει
συχνά κάτι πολύ πιο βαθύ και εύθραυστο: πόνος.
Άνθρωποι που
μιλούν πολύ μπορεί να έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλοντα όπου κανείς δεν τους
άκουγε πραγματικά. Όταν, ως παιδιά, οι ανάγκες τους παραμελούνταν ή οι λέξεις
τους περνούσαν απαρατήρητες, ίσως καλλιέργησαν ασυνείδητα την ανάγκη να εξηγούν
τα πάντα λεπτομερώς. Μήπως τότε, ίσως, κάποιος καταλάβει επιτέλους αυτό που
δεν κατάλαβαν ποτέ οι «δικοί» τους.
Η φλυαρία
γίνεται συχνά:
- Ασπίδα απόρριψης: “Αν γεμίσω τα κενά με λέξεις,
δεν θα φανεί πόσο άβολα νιώθω”.
- Προβολή αξίας: “Αν μιλήσω πολύ και φανώ
έξυπνος/η, θα με εκτιμήσουν”.
- Μηχανισμός αποσυμπίεσης: “Αν δεν τα πω όλα, θα σκάσω”.
Η κοινωνία
γρήγορα χαρακτηρίζει τέτοιους ανθρώπους «κουραστικούς» ή «δραματικούς». Λίγοι,
όμως, αναρωτιούνται:
«Τι
προσπαθεί να μου πει με τόσες λέξεις; Τι φοβάται τόσο πολύ που δεν αντέχει τη
σιωπή;».
Υπάρχουν
φορές που κάποιος μιλά πολύ για να γεμίσει το εσωτερικό του κενό. Οι
λέξεις γίνονται πατερίτσες, σανίδες σωτηρίας, ή ακόμη και κραυγές που
μεταμφιέζονται σε ιστορίες.
Η γλώσσα, όταν υπερχειλίζει, δεν είναι πάντα σημάδι εγωκεντρισμού. Μπορεί να είναι κραυγή για σύνδεση, για επαφή χωρίς ετικέτες, για να νιώσει κάποιος – έστω και για λίγο – ότι υπάρχει.
🧠 Μιλάμε ή επικοινωνούμε;
Η φλυαρία
δεν σημαίνει απαραίτητα επικοινωνία. Το να μιλά κανείς πολύ δεν σημαίνει
ότι τον καταλαβαίνουν. Και το να σιωπά κάποιος, δεν σημαίνει ότι δεν έχει
τίποτα να πει.
Η
επικοινωνία δεν μετριέται σε λέξεις, αλλά σε κατανόηση.
Συχνά, πίσω
από μια ασταμάτητη ροή λέξεων, κρύβεται ένας μονόλογος. Δεν είναι λίγοι
εκείνοι που μιλούν χωρίς να ακούνε, εξηγούν χωρίς να ρωτάνε, επιμένουν χωρίς να
νιώθουν αν ο άλλος βαρέθηκε, κουράστηκε ή απλώς δεν ενδιαφέρεται.
Η πραγματική
επικοινωνία είναι μια χορογραφία μεταξύ δύο ανθρώπων. Περιλαμβάνει:
- Σιωπές που δεν είναι αμήχανες
αλλά ουσιαστικές
- Βλέμματα που λένε περισσότερα
από λέξεις
- Αναμονή πριν απαντήσουμε, για
να δείξουμε ότι σκεφτήκαμε τι μας είπαν
- Σεβασμό στον χώρο του άλλου,
χωρίς να τον κατακλύζουμε
Στην εποχή
μας, όπου όλοι έχουν άποψη για όλα, ξεχνάμε ότι η πιο πολύτιμη μορφή
επικοινωνίας είναι η ακρόαση. Όχι η παθητική, αλλά η ενεργητική
ακρόαση – εκείνη που φωνάζει:
“Είμαι εδώ
για εσάς, σας ακούω στ’ αλήθεια, δεν περιμένω απλώς τη σειρά μου να μιλήσω”.
Μήπως,
τελικά, δεν είναι κακό να μιλάμε πολύ, αρκεί να το κάνουμε με σεβασμό,
αυτογνωσία και διάθεση για πραγματική επαφή;
🧬 Το “μπλα μπλα μπλα” ως ταυτότητα
Για κάποιους
ανθρώπους, το να μιλούν πολύ δεν είναι απλώς μια συνήθεια. Είναι μέρος
της ταυτότητάς τους. Είναι ο τρόπος που συστήνονται στον κόσμο, που
διεκδικούν χώρο, που εκφράζουν συναισθήματα, που δημιουργούν σχέσεις.
Η φλυαρία –
όταν δεν είναι νευρωτική ή ενοχλητική – μπορεί να είναι δείγμα:
- Δημιουργικότητας (οι λέξεις ρέουν όπως οι
ιδέες)
- Ενσυναίσθησης (πολλοί μιλούν γιατί θέλουν να
κάνουν τον άλλο να νιώσει άνετα)
- Ανασφάλειας (η σιωπή τούς τρομάζει, γιατί
εκεί κρύβεται το άγνωστο)
- Επιθυμίας να είναι ορατοί (κάποιοι έμαθαν να “φωνάζουν”
με λέξεις για να μην τους ξεχνούν)
Αν το
καλοσκεφτούμε, πίσω από τη φράση "μιλάει πολύ" δεν κρύβεται
πάντα κάτι αρνητικό. Ίσως να σημαίνει:
- Μια προσπάθεια επαφής
- Μια ανάγκη για κατανόηση
- Μια έκφραση χαράς
- Μια αντίδραση στον φόβο της
απόρριψης
Δεν είναι
όλοι γεννημένοι για να μιλούν λίγο και σοφά. Ούτε όλοι για να σιωπούν και να
μαγνητίζουν με βλέμμα. Κάποιοι γράφουν, κάποιοι παίζουν μουσική, κάποιοι
φωνάζουν. Άλλοι μιλάνε. Πολύ. Και αυτό είναι ΟΚ.
Όταν η φλυαρία γίνεται αυθεντική έκφραση του εαυτού, τότε παύει να είναι “ελάττωμα” και γίνεται στοιχείο προσωπικού στυλ.
👥 Οι επιπτώσεις της φλυαρίας στις σχέσεις
Το πολύ μπλα
μπλα μπορεί να φέρει κοντά τους ανθρώπους, αλλά – κακά τα ψέματα – μπορεί και
να τους απομακρύνει. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που λένε: «Δεν αντέχω άλλο,
μιλάει χωρίς σταματημό!»
Ας δούμε πώς
επηρεάζει η φλυαρία τις διαπροσωπικές σχέσεις:
✅ Θετικές επιδράσεις:
- Δημιουργεί οικειότητα: Το να μοιράζεται κάποιος
ιστορίες, αναμνήσεις ή λεπτομέρειες της ζωής του, μπορεί να "σπάσει
τον πάγο".
- Κρατά ζωντανή τη σχέση: Σε ζευγάρια ή φιλίες, το να
υπάρχει επικοινωνία – έστω και υπερβολική – είναι συχνά προτιμότερο από
την απόλυτη σιωπή.
- Καλλιεργεί εμπιστοσύνη: Όταν κάποιος ανοιχτεί λεκτικά,
δείχνει ότι εμπιστεύεται τον άλλο.
❌ Αρνητικές επιδράσεις:
- Κούραση του ακροατή: Αν το άλλο άτομο δεν βρίσκει
“χώρο” να εκφραστεί, αρχίζει να αισθάνεται παραγκωνισμένο.
- Έλλειψη ενεργητικής ακρόασης: Οι φλύαροι συχνά ακούνε για να
απαντήσουν, όχι για να κατανοήσουν.
- Αποδυνάμωση του νοήματος: Όταν μιλά κανείς ασταμάτητα,
χάνεται η βαρύτητα των λέξεων. Ο άλλος δεν θυμάται τι ειπώθηκε,
αλλά πόσο πολύ ειπώθηκε.
Πόσες φορές
δεν έχουμε πιάσει τον εαυτό μας να κουνά το κεφάλι μηχανικά σε μια κουβέντα που
έχει ξεπεράσει κάθε όριο; Ή να σκεφτόμαστε τι θα φάμε για βραδινό ενώ ο άλλος
συνεχίζει να αναλύει τι του είπε η ξαδέρφη της θείας του το 1996;
Ουσιαστική
επικοινωνία δεν σημαίνει πολλές λέξεις. Σημαίνει σωστές λέξεις, στη
σωστή στιγμή, με την πρόθεση να αγγίξεις τον άλλον.
Το μπλα μπλα έχει αξία όταν συνοδεύεται από σεβασμό στη σιωπή του άλλου.
👂 Η ανάγκη για ακρόαση και ισορροπία
Σε έναν
κόσμο γεμάτο φωνές, η ακρόαση γίνεται πολυτέλεια. Κι όμως, η αληθινή
επικοινωνία δεν είναι μονολόγος, αλλά διάλογος. Δεν είναι μόνο να μιλάμε
– είναι να ακούμε. Και μάλιστα με προσοχή, σεβασμό και ενδιαφέρον.
🔄 Η ισορροπία στην επικοινωνία:
- Μίλα όταν έχεις κάτι να πεις,
όχι απλώς για να γεμίσεις τη σιωπή.
- Άκου χωρίς να διακόπτεις. Συχνά διακόπτουμε γιατί
ετοιμάζουμε την απάντηση μας πριν καν τελειώσει ο άλλος.
- Ρώτα τον εαυτό σας: “Μιλάω για να μοιραστώ ή για
να γεμίσω ένα κενό;”
🎧 Γιατί είναι δύσκολο να ακούμε;
- Ζούμε σε εποχές υπερδιέγερσης.
Τα ερεθίσματα είναι τόσα πολλά που η προσοχή μας έχει γίνει “σπασμένη”.
- Το «εγώ» μας φωνάζει: “Μίλα,
πες, δείξε ότι υπάρχεις!” και η ακρόαση πέφτει σε δεύτερη μοίρα.
- Η σιωπή, αντί να μας γαληνεύει,
μας αγχώνει. Τη φοβόμαστε. Κι έτσι... μιλάμε για να την καλύψουμε.
Όμως η σιωπή
δεν είναι απουσία. Είναι χώρος. Χώρος για τον άλλο να εκφραστεί.
Χώρος για να αναπνεύσει μια σχέση. Χώρος για να γεννηθεί η κατανόηση.
Οι άνθρωποι
που ξέρουν να ακούν έχουν συχνά τις πιο γεμάτες, δυνατές και αληθινές σχέσεις.
Μπορεί να μη μιλάνε πολύ, αλλά όταν το κάνουν, η κάθε λέξη τους πιάνει τόπο.
📌 Ένα μήνυμα από καρδιάς
Αν διαβάζετε
αυτό το άρθρο, ίσως είστε από εκείνους που μιλάνε πολύ. Ίσως πάλι είστε από
εκείνους που κουράζονται να ακούνε. Ή από εκείνους που έχουν κουραστεί να μην
τους ακούει κανείς.
Σε όποια
πλευρά κι αν βρίσκεστε, να θυμάστε: όλοι μας, βαθιά μέσα μας, θέλουμε απλώς
να μας καταλάβουν. Και καμιά φορά, όταν δεν βρίσκουμε τον τρόπο ή τον χρόνο
να εξηγηθούμε, μιλάμε πιο δυνατά, πιο πολύ ή... σταματάμε να μιλάμε εντελώς.
Αν μάθουμε
να ακούμε με την καρδιά — όχι μόνο με τ’ αυτιά — τότε και οι λόγοι μας θα
αποκτήσουν περισσότερο νόημα. Τότε και οι σιωπές μας δεν θα είναι βαριές, αλλά γεμάτες
αποδοχή.
Γιατί καμιά
φορά, το πιο δυνατό «μπλα μπλα μπλα» είναι εκείνο που δεν ειπώθηκε ποτέ. Είναι
εκείνο που ο άλλος κατάλαβε χωρίς να του το φωνάξεις.
❓ Αναρωτιέστε μήπως...
Αυτό το άρθρο που μόλις διαβάσατε, σάς φάνηκε ότι προέρχεται από ένα άτομο που… μιλάει πολύ; Σας κούρασε η έκτασή του ή νιώσατε ότι κάθε παράγραφος είχε κάτι να σας δώσει; Αν σας το είχα πει προφορικά, θα με ακούγατε με ενδιαφέρον ή μετά από λίγο θα ψάχνατε πρόφαση να με διακόψετε; 🫣